Αληθεύει άραγε ότι οι πανδημίες, όπως η τρέχουσα, οφείλονται ή έστω συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, με την αλαζονεία του ανθρώπινου είδους, με τη στρεβλή πορεία που έχει πάρει ο πολιτισμός μας και μας απομακρύνει από τη φύση, όπως λένε και γράφουν πολλοί; Η αυθόρμητη αντίδραση των περισσότερων, ή τουλάχιστον όσων τρέφουν κάποιον σεβασμό για το φυσικό περιβάλλον, είναι το επιδοκιμαστικό κούνημα της κεφαλής. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, όμως, απαιτεί προσεκτική εξέταση και ίσως μια κάπως διαφορετική προσέγγιση. Αυτή που θα υιοθετούσε ένας επιστήμονας που μελετά τις σχέσεις των οργανισμών, άρα και του ανθρώπου, με το περιβάλλον τους, όπως αυτή διαμορφώνεται μέσα από την εξέλιξη της ζωής στον πλανήτη μας. Δηλαδή, την προσέγγιση ενός εξελικτικού οικολόγου. Προσπερνώ το κοινωνικοπολιτικό ζήτημα της παραποίησης του τίτλου «οικολόγος» από όσους ενδιαφέρονται για «το περιβάλλον», επισημαίνοντας απλώς ότι εδώ αναφέρομαι στην επιστήμη της οικολογίας και όχι στις πολιτικές και κοινωνικές ομάδες που χρησιμοποιούν τον όρο ως μέρος του αυτοπροσδιορισμού τους.
Πώς θα προσέγγιζε το ερώτημα, λοιπόν, ένας εξελικτικός οικολόγος; Θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε, εντός κάποιων ορίων φυσικά, την οπτική γωνία της επιστήμης αυτής με εκείνη ενός εξωγήινου ερευνητή που επισκέπτεται τον πλανήτη μας εδώ και εκατομμύρια χρόνια και η χρονική κλίμακα της μελέτης του εκτείνεται σε χρόνους πολύ διαφορετικούς από εκείνους της συνήθους εμπειρίας μας. Επίσης, εξετάζει τον άνθρωπο ως μία από τις συνιστώσες του έμβιου μέρους του πλανήτη μας. Τι θα διαπίστωνε ένας τέτοιος ερευνητής;
Καταρχάς θα έβλεπε ότι λοιμοί και πανδημίες, είτε οφείλονται σε ιούς είτε σε βακτήρια ή άλλους μικροοργανισμούς, εκδηλώνονταν ανέκαθεν στα περισσότερα είδη φυτών, ζώων και άλλων ομάδων έμβιων οργανισμών. Ακόμα και στις ανθρώπινες κοινωνίες εμφανίζονται λοιμοί αρκετά συχνά στο πέρασμα της ιστορίας, άλλοτε με κάπως τοπικό χαρακτήρα και άλλοτε υπό μορφή πανδημίας. Εξάλλου, οι σχέσεις παρασίτων-ξενιστών, στις οποίες εντάσσονται και οι προσβολές από τέτοια μικρόβια, είναι τόσο παλιές όσο σχεδόν και η ζωή, και οδήγησαν μάλιστα σε κρίσιμα άλματα την εξέλιξή της.
Τα κοινά στοιχεία που έχουν οι περισσότερες πανδημίες, η μετάβαση δηλαδή από μια προσβολή μέρους ενός πληθυσμού σε εκτεταμένη προσβολή μεγάλου μέρους ή και του συνόλου των πληθυσμών ενός είδους, είναι η αυξημένη πληθυσμιακή πυκνότητα και οι συχνές ανταλλαγές ατόμων μεταξύ πληθυσμών. Είναι προφανές ότι όσο πυκνότερος είναι ένας πληθυσμός και όσο συχνότερη είναι η μετακίνηση ατόμων μεταξύ των πληθυσμών ενός είδους τόσο πιο γρήγορα μπορεί να εξαπλωθεί μια πανδημία. Έτσι, δεν είναι τυχαίο ότι οι γνωστοί λοιμοί στον άνθρωπο συνέβησαν σε περιόδους μεγάλης πληθυσμιακής συγκέντρωσης, όπως στην αρχαία Αίγυπτο, την αρχαία Αθήνα αλλά και τις πόλεις της κεντρικής Ευρώπης κατά τον Μεσαίωνα και στις αρχές του εικοστού αιώνα.
Σε όλους τους οργανισμούς που εκμεταλλεύονται περιορισμένους πόρους, μεγάλη πληθυσμιακή συγκέντρωση σημαίνει γρήγορη κατανάλωσή τους, άρα σημαντικές ελλείψεις και, εντέλει, κακή φυσική κατάσταση πολλών ατόμων, η οποία με τη σειρά της διευκολύνει την ανάπτυξη και διάδοση των μικροβίων. Στον άνθρωπο, ο οποίος, μετά την αγροτική επανάσταση ιδίως, ανέπτυξε συστήματα πολύ άνισης συγκέντρωσης και εκμετάλλευσης των πόρων μέσα στις κοινωνίες του, η μεγάλη πληθυσμιακή συγκέντρωση συνοδεύεται και από κακές συνθήκες διαβίωσης, έως και εξαθλίωση σημαντικού μέρους του πληθυσμού. Αντίστοιχα φαινόμενα, σε μικρότερη κλίμακα, συναντάμε και σε άλλα είδη που έχουν ιεραρχική κοινωνική δομή. Σε αυτά, οι ασθένειες συνήθως προσβάλλουν περισσότερο άτομα με χαμηλότερη κοινωνική θέση ή όσα ζουν στο «περιθώριο». Το γεγονός αυτό μάλιστα, μπορεί υπό συνθήκες να ενισχύσει περαιτέρω την εξέλιξη ισχυρότερων ιεραρχικών δομών, αφού η περιβαλλοντική πίεση γίνεται εντονότερη και επηρεάζει επιλεκτικά τα ιεραρχικά κατώτερα άτομα.
Έτσι, ερχόμενοι στη σημερινή πανδημία, πέρα από τις λεπτομέρειες –τα εγγύς αίτια– του πώς ακριβώς ξεκίνησε η συγκεκριμένη πανδημία του κορωνοϊού, η αφετηρία της μόνο τυχαία δεν μπορεί να θεωρηθεί. Η Κίνα σήμερα έχει τον μεγαλύτερο πληθυσμό στον πλανήτη και, ταυτόχρονα, έχει αναπτύξει σε αρκετά σύνθετο βαθμό τα δίκτυα επικοινωνίας και μετακίνησης ανθρώπων, τόσο μέσα στην επικράτειά της όσο και διεθνώς. Η μεγάλη εξάπλωση του ιού, αρχικά στην Ευρώπη και πολύ σύντομα μετά στις ΗΠΑ, επίσης συνδέεται με τα υπερ-εκτεταμένα δίκτυα μετακίνησης ανθρώπων σε αυτές τις περιοχές του πλανήτη.
Όλα αυτά ακούγονται προφανή, ίσως, και αναφέρονται συχνά στη σχετική συζήτηση. Σπανίως, όμως, διακρίνεται η οικολογική τους διάσταση: πολύ απλά, οι βασικές αιτίες της πανδημίας είναι η πληθυσμιακή πυκνότητα και τα πυκνά δίκτυα φυσικής επικοινωνίας των ανθρώπων! Δεν είναι η εν γένει καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος ούτε η απομάκρυνσή μας από τη «φύση». Εάν βασική αιτία ήταν η καταστροφή των ενδιαιτημάτων των άγριων ειδών ή η «αφύσικη» ζωή των ανθρώπων, θα αναμέναμε να ξεκινούν πανδημίες από όλες τις περιοχές του πλανήτη, ειδικά σε περιοχές όπου η καταστροφή της φύσης είναι ακόμα πιο εκτενής, όπως η Ευρώπη, η βόρεια Αμερική ή οι περιοχές γύρω από τα δάση του Αμαζονίου.
Μα τότε, αν η ευθύνη βαραίνει αποκλειστικά την πληθυσμιακή πυκνότητα και τα δίκτυα μετακίνησης, και πάλι δεν θα αναμέναμε να ξεκινούν οι πανδημίες από τη Νέα Υόρκη, το Τόκιο ή την Πόλη του Μεξικού; Εδώ έρχεται να μας βοηθήσει η εξελικτική οπτική γωνία. Πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί τα άγρια είδη που είναι φορείς μικροβίων, τα οποία μπορούν να προσβάλλουν κι εμάς σε τέτοιον βαθμό, απαντώνται κυρίως σε τροπικές-υποτροπικές περιοχές. Από τη μια, οι περιοχές αυτές φιλοξενούν τη συντριπτικά υψηλότερη βιοποικιλότητα στον πλανήτη, άρα στατιστικά και μόνο οι πιθανότητες είναι μεγαλύτερες, από την άλλη, ας μην ξεχνάμε ότι κι εμείς εξελιχθήκαμε για εκατομμύρια χρόνια σε τέτοιες περιοχές. Αντιθέτως, στην Ευρώπη και την Αμερική ζούμε μερικές δεκάδες χιλιάδες χρόνια μόνο. Αυτό σημαίνει ότι και τα παράσιτα που έχουν εξελιχθεί να μας προσβάλλουν αναμένουμε να είναι περισσότερα εκεί που εξελισσόμασταν μαζί τους, εμείς και οι άμεσοι πρόγονοί μας, για τεράστια χρονικά διαστήματα. Επιπλέον, στις περιοχές που έχουν εγκατασταθεί πολιτισμοί που υιοθετούν σε σημαντικό βαθμό τον λεγόμενο «Δυτικό τρόπο ζωής», η διατροφή βασίζεται κυρίως σε καλλιεργούμενα και εκτρεφόμενα είδη, ως αποτέλεσμα της αγροτικής επανάστασης που καθόρισε πολύ πιο έντονα τον Δυτικό πολιτισμό (αν και συνέβη σε πολλά μέρη του πλανήτη).
Άρνολντ Μπέκλιν, H Πανούκλα, 1898, Μουσείο Καλών Τεχνών, Βασιλεία.
Εννοείται ότι η εμφάνιση πανδημιών δεν είναι μονοδιάστατο φαινόμενο και τα αίτια είναι σύνθετα, όμως αυτό που έχει ενδιαφέρον να αντιληφθούμε μέσα από μια τέτοια οπτική γωνία είναι ότι η επίκληση της «καταστροφής της φύσης» και της απομάκρυνσης από τον «φυσικό τρόπο ζωής» δεν προσφέρει ικανοποιητικές απαντήσεις. Εξάλλου, είναι προβληματική και για έναν ακόμα λόγο. Από τη σκοπιά της εξελικτικής οικολογίας, ουδέποτε ήμασταν κοντύτερα ή μακρύτερα από τη φύση, αφού κι εμείς είμαστε ένα ακόμα μέρος της. Η τεχνολογία μας δεν είναι παρά μετασχηματισμός φυσικών προϊόντων, κάτι που επιχειρούν όλοι οι οργανισμοί στον πλανήτη, στον βαθμό που μπορούν. Εμείς απλώς το καταφέρνουμε σε εξαιρετικά μεγαλύτερο και αποτελεσματικότερο βαθμό. Η πληθυσμιακή μας έκρηξη, επίσης, η οποία σε πλανητική κλίμακα σημειώθηκε κυρίως τους τελευταίους δύο αιώνες και με εκθετικό ρυθμό, είναι κάτι πολύ φυσικό αφού κάθε οργανισμός προσπαθεί να πολλαπλασιαστεί όσο περισσότερο μπορεί όταν του δοθεί η ευκαιρία! Το ίδιο κάνουν οι ιοί και τα βακτήρια, εξάλλου. Όλοι οι οργανισμοί περιορίζονται από τους πόρους που προσφέρει το φυσικό περιβάλλον και υπάρχει ένα όριο στην αύξηση των πληθυσμών τους το οποίο στην οικολογία αναφέρεται ως «φέρουσα ικανότητα». Η φέρουσα ικανότητα του περιβάλλοντος διαφέρει για κάθε είδος, φυσικά, ανάλογα με τους πόρους που χρησιμοποιεί αυτό, αλλά όλα προσπαθούν να αυξήσουν τους πληθυσμούς τους ώστε να το φθάσουν. Ένας τρόπος να το καταφέρουν είναι με το να αλλάζουν το περιβάλλον τους προς όφελός τους. Να κάνουν αυτό που έχει ονομαστεί «κατασκευή οικοθέσης». Κάποια είδη είναι πολύ ικανά στην κατασκευή οικοθέσης και κάποια ελάχιστα. Η έκρηξη του ανθρώπινου πληθυσμού έγινε δυνατή επειδή η βιομηχανική επανάσταση και η τεχνολογία που αναπτύξαμε μας επέτρεψε να αλλάξουμε το περιβάλλον μας με τρόπο που να αυξάνει σημαντικά τη φέρουσα ικανότητά του.
Προσοχή, εδώ αναφέρομαι μόνο στο εν γένει αποτέλεσμα, το οποίο δεν λαμβάνει υπόψη την ανισότητα μεταξύ ανθρώπων, τις συνθήκες διαβίωσής τους ή τις συνέπειες για άλλους οργανισμούς. Εξάλλου, κανένα είδος δεν λαμβάνει υπόψη του τέτοιες παραμέτρους! Δηλαδή, όχι μόνο δεν είμαστε απομακρυσμένοι από τη φύση και τον φυσικό τρόπο ζωής, αλλά έχουμε φθάσει εδώ ακριβώς επειδή λειτουργούμε εντελώς φυσικά, ως ένα ακόμη από τα εκατομμύρια είδη που έχουν εξελιχθεί στον πλανήτη μας!
Εν ολίγοις, η εντελώς φυσική μας διαβίωση είναι αυτή που «ευθύνεται» για τις πανδημίες και για την καταστροφή πολλών άλλων ειδών που δεν μας ενδιαφέρουν, που τα εκμεταλλευόμαστε για τη δική μας επέκταση ή που τα θεωρούμε άμεσους εχθρούς μας. Λειτουργούμε όπως οποιοδήποτε άλλο είδος όταν θεωρούμε δεδομένο το δικαίωμα στον πολλαπλασιασμό και την αύξησή μας, ανεξάρτητα από τις συνέπειες για τα υπόλοιπα είδη ή και για τα άλλα μέλη του δικού μας είδους! Όταν θεωρούμε δεδομένο το δικαίωμά μας να χρησιμοποιούμε τους πόρους που προσφέρει ο τόπος κατοικίας μας για να βελτιώνουμε τη ζωή μας. Όταν θεωρούμε δεδομένο το δικαίωμά μας να εποικίζουμε κάθε περιοχή του πλανήτη. Αν έχει κάποιο νόημα η έννοια της «απομάκρυνσης από τη φύση», αυτή θα μπορούσε να αφορά ίσως τη λειτουργία μας με τρόπο αντίθετο από εκείνον των άλλων ειδών. Δηλαδή, την εκλογίκευση των δραστηριοτήτων μας ώστε να παίρνουμε αποφάσεις ανεξάρτητα από τις φυσικές μας τάσεις και επιθυμίες. Η δυνατότητά μας για ορθολογική σκέψη, παρότι συνεισφέρει σε πολλές αλλαγές της κοινωνίας μας, δεν είναι αυτή που χαρακτηρίζει τον συλλογικό μας τρόπο λειτουργίας.
Βέβαια, κάποιοι θα πουν ότι και η ορθολογική σκέψη εξελίχθηκε κι αυτή μέσα από τη φυσική διαδικασία της εξέλιξης, άρα δεν είναι εκτός της φύσης. Αυτό είναι σωστό, όμως, επειδή όσο γνωρίζουμε ότι η δυνατότητα αυτή είναι «παράπλευρη συνέπεια» άλλων εγκεφαλικών λειτουργιών, χρήσιμων για την επιβίωση και την αναπαραγωγή μας, μπορεί να μας οδηγήσει σε αποφάσεις που θα ήταν ανήκουστες για οποιοδήποτε άλλο είδος! Όπως, ας πούμε, να μην τεκνοποιήσουμε ή να προστατεύσουμε τα άλλα είδη ακόμα κι όταν δεν έχουμε κάποιο όφελος από αυτά ή να περιορίσουμε την επέκτασή μας ώστε να αφήσουμε χώρο και στην υπόλοιπη φύση, ή ακόμα και να ενδιαφερθούμε για τις συνθήκες διαβίωσης άλλων μελών του είδους μας που δεν είναι ούτε συγγενείς ούτε συνεργάτες μας. Όλα αυτά είναι χαρακτηριστικά μοναδικά στο είδος μας, έρχονται σε αντίθεση με όσα συμβαίνουν στην υπόλοιπη φύση, και είναι τα μόνα που θα μπορούσαν να προσφέρουν καλύτερη ποιότητα ζωής για όλους τους ανθρώπους. Δηλαδή μόνο αν όντως απομακρυνθούμε από τη φύση θα μπορέσουμε να ζήσουμε καλύτερα και να αντιμετωπίζουμε αποτελεσματικότερα λοιμούς και άλλες ασθένειες. Αρκεί να κατανοήσουμε τι πράγματι σημαίνει αυτό! Η μείωση του παγκόσμιου πληθυσμού, ως απόλυτη προτεραιότητα, θα ήταν ίσως η σημαντικότερη αφετηρία.
Είναι, όμως, πολλοί εκείνοι που πιστεύουν ότι μπορούμε να ζήσουμε σε «αρμονία» με την υπόλοιπη φύση χωρίς να έρθουμε σε κόντρα με τις φυσικές μας λειτουργίες. Αρκεί να το αποφασίσουν οι ισχυροί, οι πλούσιοι, οι κατέχοντες, τα συμφέροντα κ.λπ. Δεν αποκλείεται να έχουν δίκιο, αλλά θα πρέπει και πάλι να εξετάσουμε τον ισχυρισμό προσεκτικά. Οφείλουμε, ας πούμε, να δούμε σε ποιο επίπεδο ποιότητας ζωής αναφέρεται αυτή η συνθήκη «αρμονίας» που θα θέλαμε να στοχεύσουμε. Η ικανοποίηση των βασικών αναγκών μας, εάν θεωρήσουμε ότι αυτές είναι η τροφή και η στέγη, είναι αλήθεια ότι μπορεί να επιτευχθεί με ισότιμο τρόπο για έναν πληθυσμό 7-10 δισεκατομμυρίων ανθρώπων βάσει των σημερινών ποσοτήτων παραγόμενης τροφής. Υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι μεγάλο μέρος της υπόλοιπης φύσης θα παραμείνει ως καλλιεργούμενες/εκμεταλλεύσιμες εκτάσεις, άρα αρκετά άλλα είδη ζώων και φυτών δεν θα μπορούν να επιβιώσουν κι εκείνα όπως θα ήθελαν. Δεν το λες και «αρμονία».
Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι αυτό το όραμά μας για τον άνθρωπο; Απλώς να τρώμε και να κοιμόμαστε; Αν έχει κάποια αξία ο ανθρώπινος πολιτισμός, αυτή συνδέεται και με άλλες δραστηριότητες, όπως η παιδεία, η τέχνη, η κατανόηση του κόσμου, η ιατρική φροντίδα ασθενών και αδύναμων, η ψυχαγωγία κ.λπ. Αυτά με τη σειρά τους απαιτούν τεχνολογία που απελευθερώνει χρόνο για την απόκτησή τους, καθώς και ακόμα περισσότερη τεχνολογία για την υλοποίησή τους. Εν συντομία, το όραμά μας για μια άξια λόγου ανθρώπινη ζωή για όλους τους ανθρώπους δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει μια τεχνολογικά ανεπτυγμένη κοινωνία. Αν θεωρήσουμε, για παράδειγμα, ότι στοχεύουμε σε μια γενικευμένη παγκόσμια κατάσταση αντίστοιχη με εκείνη του μέσου σημερινού Ευρωπαίου, τότε είναι αδύνατον οι σημερινοί πόροι του πλανήτη να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις ενός πληθυσμού της τάξης που αναφέραμε! Θα μπορούσε να γίνει μόνον εάν εξαφανίζαμε το σύνολο σχεδόν των υπόλοιπων οργανισμών ώστε να καλλιεργήσουμε και να εκμεταλλευτούμε προς όφελός μας το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη. Ίσως τότε να τα καταφέρναμε, αν και πάλι είναι αμφίβολο. Αλλά για άλλη μια φορά θα πέφταμε σε αντίφαση με τον αρχικό στόχο της «αρμονίας» με τη φύση.
Κάποιοι, πάλι, προβάλλουν ως επιθυμητό ένα αρκετά χαμηλότερο επίπεδο διαβίωσης, το οποίο είτε στηρίζεται σε έναν βαθμό αναχωρητισμού είτε στην άρνηση βασικών τεχνολογικών διευκολύνσεων. Όπως, ας πούμε, το να επιστρέψουμε σε μεθόδους γεωργικής παραγωγής που βασίζονται στην ένταση εργασίας. Το πρόβλημα σε αυτή την προσέγγιση είναι ότι μια τέτοια συνθήκη ζωής δεν επιτρέπει τον ελεύθερο χρόνο που απαιτεί η ανάπτυξη πολιτισμού. Επίσης, από οικολογική σκοπιά, μια τέτοια επιλογή θα απαιτούσε μεγάλη κατά κεφαλήν έκταση για γεωργική εκμετάλλευση, άρα θα μπορούσε να στηρίξει περιορισμένο μέγεθος πληθυσμού, εκτός κι αν και πάλι μετατρέπαμε πολύ περισσότερες από τις σημερινές εκτάσεις σε χωράφια. Ούτε αυτό θα το έλεγες «αρμονία» με τη φύση.
Το πρόβλημα των επαρκών πόρων συνδέεται άρρηκτα και με τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τους άλλους ανθρώπους. Είναι φανερό πως είμαστε έτοιμοι να υπερασπιστούμε τον «δικό μας» τρόπο ζωής μόλις νιώσουμε κίνδυνο περιορισμού κάποιων ζωτικών μας πόρων. Είμαστε έτοιμοι να προσπαθήσουμε να εξασφαλίσουμε τη «δική μας» επιβίωση ανεξάρτητα από τις συνέπειες για άλλους ανθρώπους που ζουν ή προέρχονται από άλλες περιοχές ή δεν είναι «δικοί μας». Το «δική» και το «δικοί μας» μπορεί να αφορά κράτη, έθνη, οικογένειες κ.λπ., ανάλογα με τις περιστάσεις. Το «μεταναστευτικό» / «προσφυγικό» πρόβλημα, εξάλλου, καταδεικνύει ακριβώς αυτό: ο κίνδυνος να μειωθούν οι «δικοί μας» πόροι οδηγεί στην ανάγκη περιορισμού των προσφύγων/μεταναστών, ανεξάρτητα από το πώς ζουν εκείνοι. Κι αυτό αγγίζει ακόμα και τους περισσότερο ευαισθητοποιημένους προοδευτικούς πολίτες, οι οποίοι θέλουν να διευκολύνουν τη ζωή των προσφύγων και των μεταναστών ώστε να μην ζουν σε άθλιες συνθήκες αλλά δεν θα ήταν διατεθειμένοι να μοιραστούν πλήρως τους «δικούς τους» πόρους. Αλλά και η ευαισθησία έχει όρια. Σκεφθείτε τι θα γινόταν εάν έρχονταν στην Ευρώπη μερικά από τα εκατοντάδες εκατομμύρια των Ινδών, ας πούμε, που ζουν σε άθλιες συνθήκες. Η αίσθηση του δικαιώματος στην τοποθεσία «μόνιμης διαβίωσης» είναι βαθιά ριζωμένη μέσα μας, και φαντάζει ισχυρότερη των όποιων ευαισθησιών για τους άλλους.
Όπως και να το δει κανείς, μια επιθυμητή συνθήκη διαβίωσης του συνόλου των ανθρώπων δεν μπορεί παρά να προϋποθέτει τη ριζική μείωση του πληθυσμού μας. Μόνον έτσι θα μπορούσαμε να διατηρήσουμε την ποιότητα της ζωής εκείνη που διασφαλίζει την επιβίωση και πολλών άλλων οργανισμών, αλλά και την αποδοχή της ισότητας μεταξύ των ανθρώπων, τον ισομερή καταμερισμό των πόρων, την εγκαθίδρυση κοινωνιών χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Εκτός κι αν είμαστε διατεθειμένοι να μοιραστούμε τον χώρο και την τροφή μας με όσους την έχουν ανάγκη, ανεξάρτητα από το πού γεννήθηκαν και τι γλώσσα μιλάνε. Εκτός κι αν είμαστε διατεθειμένοι να αλλάξουμε τον τρόπο ζωής μας έτσι ώστε να μην ταξιδεύουμε μακριά από τον χώρο κατοικίας μας και να μην χρησιμοποιούμε τις σύγχρονες τεχνολογίες που απαιτούν δυσεύρετα υλικά αλλά και εργαστήρια για την ανάπτυξή τους, εκπαιδευτικά ιδρύματα για την εκπαίδευση των ερευνητών που τις αναπτύσσουν κ.λπ.
Βέβαια, υπάρχει πάντοτε η πιθανότητα να βρεθούν «μαγικές» τεχνολογίες που να προσφέρουν μεγάλης κλίμακας λύσεις στις ανάγκες για ενέργεια και διατροφή. Δυστυχώς, πρόκειται απλώς για πιθανότητα και όχι για βεβαιότητα. Και επιπλέον, δεν μπορούμε να εικάσουμε το πότε θα βρεθούν αυτές και τι θα έχει μεσολαβήσει έως τότε.
Ένας καταυλισμός απομόνωσης στο Καράτσι, κατά τη διάρκεια της επιδημίας βουβωνικής πανώλης, το 1897.
Έτσι, είναι καλό να αντιληφθούμε ότι η πανδημία αφορά τον τρόπο ζωής μας ως ζώα πλήρως ενταγμένα στη φύση, τα οποία δεν εκμεταλλεύονται όσο θα μπορούσαν, τουλάχιστον σε μαζική κοινωνική κλίμακα, το πλεονέκτημα της δυνατότητας για ορθολογική σκέψη που απέκτησαν μέσα από την εξέλιξη. Εάν κάτι θα μας έθετε «εκτός φύσης», δηλαδή εκτός των συνήθων διεργασιών των έμβιων οργανισμών, αυτό θα ήταν η λήψη και υλοποίηση αποφάσεων που θα έρχονταν σε αντίθεση με βασικές τέτοιες διεργασίες: αυτές της αναπαραγωγής και της φυσικής επιλογής (τόσο σε επίπεδο ατόμου όσο και σε επίπεδο ομάδας). Αν προχωρούσαμε, δηλαδή, σε ριζική μείωση του πληθυσμού μας, αν αντιμετωπίζαμε όλους τους ανθρώπους ως «δικούς μας» και αν δεν αντιμετωπίζαμε τους υπόλοιπους οργανισμούς απλώς ως μέσα προς εκμετάλλευση, εχθρούς ή ασήμαντους, ανάλογα με την περίπτωση.
Η αντιμετώπιση ορισμένων εγγύς αιτίων, όπως η απαγόρευση κατανάλωσης άγριας ζωής από τους Κινέζους και η προστασία των ενδιαιτημάτων των ειδών εκείνων, όπως κάποιες νυχτερίδες που είναι συνήθεις φορείς παρόμοιων ιών, ώστε να μην αναγκάζονται σε πολλές επαφές με τους ανθρώπους, είναι οπωσδήποτε αναγκαία. Δεν είναι όμως ικανή να σταματήσει την εμφάνιση και άλλων πανδημιών στο άμεσο μέλλον. Επίμονα μικρόβια θα εμφανίζονται από διάφορες πηγές προέλευσης και θα εξαπλώνονται γρήγορα όσο ο πληθυσμός μας αυξάνεται και όσο οι εμπορικές, επαγγελματικές και τουριστικές μετακινήσεις πολλαπλασιάζονται. Όσες «φιλοπεριβαλλοντικές» πολιτικές κι αν υιοθετήσουμε (οπωσδήποτε αναγκαίες για άλλους λόγους), όσο δεν αντιμετωπίζεται το υποκείμενο πρόβλημα του υπερπληθυσμού, δεν θα αλλάξουν πολλά.
Και ο υπερπληθυσμός δεν αφορά μόνον κάποιες μακρινές περιοχές του πλανήτη. Αφορά όλους μας. Από οικολογική σκοπιά, για την εκτίμηση του πληθυσμιακού μεγέθους ενός είδους είναι αναγκαίο να συνυπολογίσουμε και την κατά κεφαλήν κατανάλωση πόρων από τα άτομα που τον συνιστούν, ώστε να εκτιμήσουμε την φέρουσα ικανότητα. Έτσι, από τη στιγμή που η διαβίωση ενός μέσου Κύπριου, λόγου χάρη, απαιτεί τουλάχιστον δεκαπλάσιους πόρους (σε ενέργεια, υλικά, υπηρεσίες κ.λπ.) από εκείνους ενός μέσου Ινδού, ο πληθυσμός της Κύπρου θα πρέπει να συγκρίνεται με υποδεκαπλάσιο πληθυσμό της Ινδίας (που παραμένει τεράστιος, φυσικά). Μπορεί, όπως είπαμε, να αυξήσαμε κατά πολύ την φέρουσα ικανότητα του περιβάλλοντός μας ώστε να χωρά τα σημερινά δισεκατομμύρια του παγκόσμιου πληθυσμού, αυτό όμως συνέβη χωρίς να συνυπολογίσουμε τις συνθήκες διαβίωσης των ανθρώπων, τον ισότιμο επιμερισμό των πόρων ή τις συνέπειες για την υπόλοιπη άγρια φύση. Σήμερα, ας πούμε, τα εκτρεφόμενα οπληφόρα, τα οποία ανήκουν σε καμιά δεκαπενταριά είδη, είναι πολλαπλάσια σε αριθμό από όλα τα άγρια είδη οπληφόρων μαζί! Τις παγκόσμιες αλλά και τις τοπικές ανισότητες μεταξύ ανθρώπων στην πρόσβαση σε πόρους τις γνωρίζουμε καλά. Το ότι ποτέ στην ιστορία δεν ήταν διαφορετικά ή καλύτερα τα πράγματα δεν αλλάζει κάτι στη συζήτηση αυτή. Έτσι, η αύξηση της φέρουσας ικανότητας για έναν πληθυσμό με τεράστια ανισότητα στην εκμετάλλευση των πόρων δεν σημαίνει ότι αυτή μπορεί να διατηρηθεί ίδια εάν ο πληθυσμός θα αποτελούνταν από άτομα με ίση κατανάλωση.
Εν κατακλείδι, όταν ανησυχούμε ή διαμαρτυρόμαστε για την καταστροφή «φυσικού περιβάλλοντος» θα πρέπει να σκεφτόμαστε τι είμαστε διατεθειμένοι να εκχωρήσουμε. Και όχι μόνο ως άτομα, αλλά ως ολόκληρες κοινωνίες. Θα πρέπει, επίσης, να αναρωτηθούμε τι είναι αυτό που μας ενοχλεί τόσο πολύ στον ακόλουθο ισχυρισμό: αν δεν κάνεις παιδιά, προσφέρεις στο περιβάλλον πολύ περισσότερα απ’ ό,τι αν δεν χρησιμοποιείς πλαστικά ή αν κινείσαι με ποδήλατο. Θα πρέπει να σκεφτούμε ότι το «περιβαλλοντικό πρόβλημα» που στιγματίζουμε δεν οφείλεται πάντοτε σε κάποιους άλλους που ζουν κάπου μακριά. Το κινητό τηλέφωνο, το αυτοκίνητο, το αεροπλάνο, το λάπτοπ μας, μα και πολλά συστατικά στο φαγητό που έχουμε στο τραπέζι μας, φέρνουν όλον τον πλανήτη κοντά μας. Όπως άλλωστε και το Διαδίκτυο, αλλά κι ο κορωνοϊός.