ARB – THE NEW YORK REVIEW OF BOOKS
Samuel Moyn, Not Enough: Human Rights in an Unequal World [Όχι αρκετά: Ανθρώπινα δικαιώματα σε έναν άνισο κόσμο], Belknap Press / Harvard University Press, σελ. 277
David Kinley, Necessary Evil: How to Fix Finance by Saving Human Rights [Αναγκαίο κακό: Πώς να διορθώσουμε τα χρηματοοικονομικά διασώζοντας τα ανθρώπινα δικαιώματα], Oxford University Press, σελ. 268
Πριν μερικά χρόνια, οι New York Times δημοσίευσαν ένα άρθρο γνώμης του τραγουδιστή και μουσικού Φαρέλ Γουίλιαμς, το εξαιρετικά επιτυχημένο τραγούδι του οποίου με τίτλο «Happy» βρέθηκε στην κορυφή των τσαρτ το 2014, ενώ το βιντεοκλίπ που το συνοδεύει έχει πλέον πάνω από ένα δισεκατομμύριο θεατές. «Η ευτυχία», δήλωσε ο Γουίλιαμς, «είναι ανθρώπινο δικαίωμα. Δεν είναι ούτε πολυτέλεια ούτε κάτι ασήμαντο. Δίνεται στον καθένα μας την ώρα που γεννιέται, αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε την ύπαρξή του. Είναι εξίσου σημαντική με τον αέρα στα πνευμόνια μας».[1] Οι αναγνώστες των Times αγαλλίασαν: το αναφαίρετο δικαίωμά τους στην επιδίωξη της ευτυχίας ήταν πλέον δικαίωμα στην ίδια την ευτυχία.
Η ιστορία των ανθρώπινων δικαιωμάτων παρουσιάζεται συχνά ως μια σειρά από τέτοιες αναβαθμίσεις. Το ένα είδος ‒ας το πούμε οριζόντιο‒ αφορά τη διεύρυνση του κύκλου των ατόμων που θεωρούνται πλήρως άνθρωποι, από τους λευκούς άντρες ιδιοκτήτες γης σε όλους τους λευκούς άντρες και εν συνεχεία στις θρησκευτικές μειονότητες, τις φυλετικές μειονότητες, τις γυναίκες, τους ανάπηρους και τις σεξουαλικές μειονότητες. Μια άλλη αναβάθμιση ‒ας την πούμε κάθετη‒ αφορά την επέκταση του καταλόγου των ίδιων των δικαιωμάτων. Αυτή η ιστορία συνήθως ξεκινά με το δικαίωμα στην ιδιωτική ιδιοκτησία και τις κλασικές ατομικές και πολιτικές ελευθερίες του λόγου, της συνάθροισης, της θρησκευτικής συνείδησης, της ψήφου, πριν την υιοθέτηση των κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων «δεύτερης γενιάς» στην εργασία, τη μόρφωση, τη στέγη και την υγεία, η οποία ακολουθήθηκε από τα συλλογικά δικαιώματα «τρίτης γενιάς» στον συλλογικό αυτοπροσδιορισμό, την πρόσβαση σε φυσικούς πόρους, την πολιτισμική κληρονομιά, την ειρήνη, τον καθαρό αέρα και το καθαρό νερό. Εξακολουθούν να εμφανίζονται νέες αναβαθμίσεις και προς τις δύο διαστάσεις: τα δικαιώματα των ζώων και τα δικαιώματα των παιδιών, το δικαίωμα στην υγεία (όχι μόνο στην περίθαλψη), στην ταυτότητα και, τώρα, στην ευτυχία.
Τα ανθρώπινα δικαιώματα αυξήθηκαν και πλήθυναν. Όμως σήμερα το γενεαλογικό δέντρο δείχνει σημάδια σήψης. Πολύ πριν την έλευση ενός Αμερικανού προέδρου που τα αντιμετωπίζει με περιφρόνηση, τα ανθρώπινα δικαιώματα αντιμετωπίζονταν με καχυποψία ως η πιο πρόσφατη εκδοχή του επιβαλλόμενου εκπολιτισμού εκ μέρους της Δύσης, ως βιτρίνα της στρατιωτικής επιθετικότητας, ή απλώς ως αναποτελεσματικά όργανα πολιτικής αλλαγής. Ακόμη και σε υποθέσεις κατάφωρων παραβιάσεων, τα διεθνή δικαστήρια ανθρωπίνων δικαιωμάτων συχνά χρειάζονται δέκα και πλέον χρόνια για να απονείμουν δικαιοσύνη σε έναν σχετικά μικρό αριθμό εναγόμενων. Από όσους παραπέμφθηκαν για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας στη διάρκεια των πολέμων στη Γιουγκοσλαβία τη δεκαετία του 1990, πάνω από δέκα, περιλαμβανομένου και του πρώην προέδρου της Σερβίας Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, πέθαναν πριν την ολοκλήρωση της διαδικασίας. Η εξωδικαστική τεχνική της δημόσιας κατακραυγής ‒να κατονομάζονται δημόσια όσοι παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα‒ παρουσιάζει επίσης συμπτώματα μαρασμού, εφόσον απαιτεί οι στόχοι της να είναι επιρρεπείς σε πολιτισμικά ιδιόμορφους τύπους ντροπής ή, όπως το έθεσε κάποτε ο Ζιλιέν Μπεντά, να είναι βάρβαροι που αισχύνονται για τη βαρβαρότητά τους. Επιπλέον, ως κυρίαρχη ηθική γλώσσα του καιρού μας, τα ανθρώπινα δικαιώματα μοιάζουν ανίσχυρα ή στην καλύτερη περίπτωση βουβά εμπρός στην κύρια ηθική πρόκληση της εποχής μας: την αυξανόμενη οικονομική ανισότητα τόσο στο εσωτερικό των χωρών όσο και μεταξύ τους.
Κανείς δεν έχει συμβάλει περισσότερο από τον Σάμουελ Μόιν στη διατάραξη της ιστορίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων ως θριαμβευτικής πορείας αναβαθμίσεων από τη Μάγκνα Κάρτα στην Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το βιβλίο του The Last Utopia: Human Rights in History (Η τελευταία ουτοπία: Ανθρώπινα δικαιώματα στην Ιστορία, 2010) έκανε θεραπεία με ηλεκτροσόκ σε έναν τομέα φυλακισμένο στην ίδια του την ουιγική αντίληψη[2]. Τα πραγματικά οικουμενικά ανθρώπινα δικαιώματα, υποστήριξε ο Μόιν, απαιτούσαν μια τομή με την αντίληψη του 18ου αιώνα, ότι τα δικαιώματα εδράζονται στην ιδιότητα του πολίτη εντός συγκεκριμένων εθνών κρατών. Μονάχα η ματαίωση των άλλων ουτοπικών συστημάτων κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου ‒μεταξύ αυτών ο σοσιαλισμός και η παγκόσμια κυβέρνηση‒ κατέστησε δυνατή τη μετατόπιση του ηθικού ιδεαλισμού στο θέμα των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Αντί να σηματοδοτεί το αποκορύφωμα μιας παράδοσης αιώνων, επέμεινε ο Μόιν, η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων, που μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αυτοδιαφημιζόταν ως «κοινό ιδανικό στο οποίο πρέπει να κατατείνουν όλοι οι λαοί και όλα τα έθνη», υπήρξε ένα θνησιγενές κείμενο που πνίγηκε από την αντιπαράθεση Ανατολής-Δύσης. Μόλις τη δεκαετία του 1970 τα ανθρώπινα δικαιώματα απέκτησαν στάτους διεθνούς μεθόδου ηθικής κρίσης που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να διαμορφώσει τη συμπεριφορά των κυβερνήσεων.
Δεν χρειάζεται κανείς να αποδέχεται την επιμονή του Μόιν στην τομή έναντι της συνέχειας ως το λάιτ-μοτίφ της ιστορίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων για να εκτιμήσει τον κομψό τρόπο με τον οποίο απογυμνώνει τον αυτοανακηρυγμένο αυτονόητο χαρακτήρα τους. Μάλιστα, όμως σημείωσε αργότερα, τράβηξε το επιχείρημα της ασυνέχειας «όσο πιο μακριά μπορούσ[ε] ... ίσως υπερβολικά».[3] Εντούτοις, αποκαθιστώντας την αίσθηση του απρόοπτου στην όλη ιστορία και αποκαλύπτοντας τους δρόμους που δεν ακολουθήθηκαν, ο Μόιν μας έδωσε την ευκαιρία να δούμε τα ανθρώπινα δικαιώματα ως μία εναλλακτική ανάμεσα σε πληθώρα άλλων μέσα στην ιστορία της ηθικής συλλογιστικής. Αντί να αιωρούνται πάνω από την πολιτική, τα ανθρώπινα δικαιώματα αντικατόπτριζαν την πολιτική νοοτροπία του καιρού τους: την εποχή του ατομισμού και της παγκοσμιοποίησης.
Ο Μόιν έκανε τώρα κάτι εξαιρετικά ασυνήθιστο στα χρονικά της βιβλιογραφίας: επανήλθε στο πεδίο που διερεύνησε στην Τελευταία ουτοπία ‒ένα έργο με το οποίο απέκτησε διεθνή αναγνώριση‒ από μια εντελώς νέα οπτική. Εξίσου αξιόλογη, η πιο πρόσφατη «αναθεώρησή» του της ιστορίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων καταλήγει ότι, πόρρω απέχοντας από το να είναι ουτοπικά, τα ανθρώπινα δικαιώματα όπως τα αντιλαμβανόμαστε σήμερα στην πραγματικότητα «δεν αρκούν». Δεν αρκούν για να αποτρέψουν τα τερατώδη άκρα της φτώχειας και του πλούτου· δεν αρκούν για να μας οδηγήσουν πέρα από την «κούφια αλληλεγγύη» της σύγχρονης κοινωνίας· δεν αρκούν για να αντιμετωπίσουν τους ολέθρους του νεοφιλελεύθερου φονταμενταλισμού της αγοράς. Ιστορικά, τα ανθρώπινα δικαιώματα παρείχαν ένα κρίσιμο λεξιλόγιο για τη χάραξη ορίων στην εξουσία των κρατών, ανεξάρτητα από το αν αυτή η εξουσία βρίσκεται στα χέρια ενός μονάρχη, ενός δικτάτορα ή μιας δημοκρατικής πλειοψηφίας. Όμως δεν έχουν σχεδόν καθόλου επιχειρήσει να κάνουν το ίδιο όσον αφορά την εξουσία των εταιρειών, των τραπεζών ή της ίδιας της αγοράς, με σημαντική εξαίρεση τον περιορισμό των διακρίσεων. Το Όχι αρκετά μας ζητά να ξανασκεφτούμε τι θα μπορούσαν πιθανόν να πετύχουν τα ανθρώπινα δικαιώματα εάν χρησιμοποιούνταν όχι απλώς για να θέσουν όρια στην κρατική εξουσία, αλλά για να αξιοποιήσουν αυτή την εξουσία με σκοπό την προαγωγή της οικονομικής ισότητας.
Μια τέτοια κίνηση, δείχνει ο Μόιν, θα ξαναγύριζε το εγχείρημα των ανθρώπινων δικαιωμάτων σε κάποιες από τις παλαιότερες και εν πολλοίς ξεχασμένες φιλοδοξίες του. Τα κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα, όπως φαίνεται, δεν υπήρξαν ούτε χρονολογικά ούτε εννοιολογικά απότοκα των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Οι Ιακωβίνοι της επαναστατικής Γαλλίας διατύπωσαν την πρώτη εκδοχή ενός εθνικού κράτους πρόνοιας ο στόχος του οποίου θα ήταν να δημιουργήσει «όχι μόνο ένα ελάχιστο όριο προστασίας απέναντι στα χειρότερα δυνατά σενάρια προσφέροντας στοιχειώδη πρόνοια, αλλά ένα ταβάνι στον πλούτο και έναν φραγμό στην υλική ιεραρχία». Στη μετέπειτα ιστορία του, το κράτος πρόνοιας επέδειξε εξαιρετική πολιτική ευελιξία, υιοθετούμενο από καθεστώτα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους όσο η Γερμανία του Μπίσμαρκ, η Σοβιετική Ένωση του Στάλιν, το Γ΄ Ράιχ του Χίλτερ και η Αμερική του New Deal του Ρούζβελτ. Είτε εμφορούμενα από οράματα κοινωνικής δικαιοσύνης ή φυλετικής αλληλεγγύης, είτε έχοντας απλώς σκοπό την αδρανοποίηση των ανήσυχων εργατών και χωρικών, τα κράτη πρόνοιας αποτέλεσαν, όπως το θέτει ο Μόιν, «τα μόνα πολιτικά εγχειρήματα που, ως σήμερα, έχουν εξασφαλίσει ένα ίχνος διανεμητικής ισότητας».
Όλα αυτά είναι πλέον κατά κύριο λόγο παρελθόν. Τα προηγμένα καπιταλιστικά κράτη άρχισαν να συρρικνώνουν τα προνοιακά τους συστήματα τη δεκαετία του 1970· η κατάρρευση του κομμουνισμού στο σοβιετικό μπλοκ επιτάχυνε σημαντικά αυτή τη διαδικασία σε όλο τον κόσμο, επικυρώνοντας ελλείψει άλλης εναλλακτικής τον φονταμενταλισμό της αγοράς. Οι περισσότερες χώρες σήμερα αδιαφορούν για την προαγωγή της οικονομικής ισότητας. Αντ’ αυτής προσφέρουν ένα κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας που καλύπτει τις στοιχειώδεις ανάγκες των φτωχότερων πολιτών τους ενώ οι πλούσιοι πλουτίζουν εκθετικά. Το ίδιο ισχύει και για τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου σε σχέση με τον παγκόσμιο Νότο: ούτε τα πλέον γενναιόδωρα προγράμματα διεθνούς βοήθειας δεν επιδιώκουν οικονομική ισότητα ανάμεσα στα κράτη του κόσμου.
Έχοντας στοιχειοθετήσει στο προηγούμενο έργο του ότι η δεκαετία του 1970 ήταν περίοδος σημαντικής εξέλιξης για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τώρα ο Μόιν θέτει δύο ερωτήματα.[4] Πρώτον: Ήταν τυχαίο που αυτή η εξέλιξη συνέπεσε με την έλευση της νεοφιλελεύθερης τάξης; Για τους αριστερούς κριτικούς, η παράλληλη άνοδος των ανθρώπινων δικαιωμάτων και του νεοφιλελευθερισμού επιβεβαιώνει τη θεώρηση του Μαρξ για τα ανθρώπινα δικαιώματα ως ιδεολογικής θεραπαινίδας (ή, για να μιλήσουμε καθαρά μαρξιστικά, ως «εποικοδόμημα») του καπιταλισμού. Η απάντηση του Μόιν είναι πιο πολύπλευρη: ενώ αναγνωρίζει την κοινή προτίμησή τους για ατομικότητα, βρίσκει ελάχιστα στοιχεία ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα βοήθησαν και υπέθαλψαν την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού. Λειτουργώντας περισσότερο ως θεατές παρά ως δράστες, οι υπέρμαχοι των ανθρώπινων δικαιωμάτων δεν κατόρθωσαν να αντιταχθούν επαρκώς στη νέα οικονομική τάξη, συμβιβαζόμενοι με τη μετατροπή των βασικών αναγκών σε βασικά δικαιώματα ‒«επάρκεια»‒, μια στρατηγική που στοχεύει περισσότερο στον εξανθρωπισμό του φονταμενταλισμού της αγοράς παρά στην αντίσταση εναντίον του. Αυτό οδηγεί στο δεύτερο ερώτημα: Γιατί οι υπέρμαχοι των ανθρώπινων δικαιωμάτων συμβιβάστηκαν με την υπεράσπιση ενός αδύναμου κράτους πρόνοιας το οποίο (συμβαδίζοντας με τον νεοφιλελευθερισμό) προσφέρει μόνο ένα δίχτυ ασφαλείας για τους φτωχούς, αντί να συνηγορήσουν υπέρ ενός ισχυρού κράτους πρόνοιας που επιμένει στη διανεμητική ισότητα; Γιατί δεν ενστερνίστηκαν, όπως ο Μόιν, την ιδέα πως «η πολιτική ελευθερία απαιτεί περισσότερο κράτος, όχι λιγότερο, και περιστολή της οικονομικής ελευθερίας αντί για προστασία της»;
Το Όχι αρκετά αφιερώνει τις περισσότερες σελίδες του στην απάντηση του δεύτερου ερωτήματος. Το κάνει εντοπίζοντας σημαντικές εξελίξεις σε αυτό που ο Μόιν αποκαλεί «λόγο περί παγκόσμιας δικαιοσύνης», που θέτει προς εξέταση «τις ηθικές αρχές που είναι ενσωματωμένες στην πολιτική δράση και το φαντασιακό της κοινωνίας». «Η φιλοσοφία», υποστηρίζει, «είναι εκ των ων ουκ άνευ, διότι προσφέρει ένα υποκατάστατο για την κατανόηση ευρύτερων εξελίξεων». Οι κύριες μορφές του βιβλίου είναι γνωστοί φιλόσοφοι και κοινωνικοί στοχαστές όπως ο Γκάναρ Μιντράλ, ο Τζον Ρωλς, ο Πίτερ Σίνγκερ και ο Αμάρτια Σεν, μαζί με λιγότερο γνωστές προσωπικότητες όπως ο πολιτικός επιστήμονας Τσαρλς Μίριαμ, ο οποίος υπηρέτησε στο Συμβούλιο Σχεδιασμού Εθνικών Πόρων του Ρούζβελτ, και ο πολιτικός θεωρητικός Τσαρλς Μπέιτς, ο οποίος ώθησε τον τομέα των διεθνών σχέσεων πέρα από το σύνηθες πεδίο της εξουσίας και της διπλωματίας στη συμπερίληψη ζητημάτων διανεμητικής δικαιοσύνης. Το αποτέλεσμα είναι μια πολυπρισματική και ευρεία μελέτη ιδεών, που η κύρια ένταση η οποία τις διέπει δεν υφίσταται μεταξύ ελευθερίας και ισότητας (το κύριο τεκτονικό ρήγμα της πολιτικής οικονομίας του Ψυχρού Πολέμου) αλλά μεταξύ επάρκειας και ισότητας.
Ο Μόιν δεν υποκρίνεται πως είναι αντικειμενικός ως προς αυτό. Το Όχι αρκετά, μας λέει, «γράφτηκε από δυσαρέσκεια για την απλή επάρκεια» και είναι «ταγμένο σε μια πιο φιλόδοξη ισότητα». Οι στοχαστές που προχωρούν πέρα από την κάλυψη των βασικών αναγκών για να συνηγορήσουν υπέρ της ισότητας στη διανομή των καλών πραγμάτων της ζωής και που υποστηρίζουν όχι μόνο τα εθνικά κράτη πρόνοιας αλλά έναν «κόσμο πρόνοιας» έχουν την έγκρισή του. Όσοι δεν τον απογοητεύουν.
Το παράξενο αυτής της προσέγγισης είναι ότι ο Μόιν δεν διευκρινίζει τι πραγματικά σημαίνει ισότητα. Δείχνει να αναγνωρίζει ότι θα ήταν αδύνατον να επιτευχθεί, και πόσο μάλλον να διατηρηθεί, απόλυτη ισότητα στην κατανομή των καλών πραγμάτων στη ζωή (και όχι απλώς επειδή δεν συμφωνούμε όλοι στο ποια είναι αυτά), όμως δεν διερευνά τρόπους σκέψης για το πόση ισότητα είναι αρκετή. Ούτε εξηγεί γιατί είναι επιθυμητή η οικονομική ισότητα ή γιατί είναι προτιμότερη της κάλυψης των βασικών αναγκών. Σε μια εποχή που υμνεί τη διαφορετικότητα, θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί γιατί να θεωρείται πρόβλημα η διαφορετικότητα στον πλούτο, εντός ορισμένων ορίων και με προϋπόθεση ότι καλύπτονται οι βασικές ανάγκες. Εάν υποστηρίξει κανείς ότι η μετατροπή των βασικών αναγκών σε ανθρώπινα δικαιώματα βλάπτει τον πιο φιλόδοξο στόχο της ισότητας, δεν ισοδυναμεί αυτό με μετατροπή του τέλειου σε εχθρό του καλού; Όπως η «ουιγική» εκδοχή των ανθρώπινων δικαιωμάτων που τόσα έκανε για να απογυμνώσει, ο Μόιν εκλαμβάνει την ηθική υπεροχή της οικονομικής ισότητας ως αυτονόητη.
Γραμμένο ως διανοητική ιστορία, το Όχι αρκετά κρατά αποστάσεις από πληθώρα πρακτικών ζητημάτων. Ξανά και ξανά, στη μία χώρα μετά την άλλη, θρηνεί την αποξήλωση του κράτους πρόνοιας. Όμως αντί να αναζητήσει τις αιτίες, ο Μόιν στηρίζεται σε ρήματα παθητικής φωνής (λ.χ., «η υλική ισότητα που δημιούργησαν ανατράπηκε») και στο πάσης χρήσεως ανάθεμα του «νεοφιλελευθερισμού», το οποίο ο ιστορικός Ντάνιελ Ρότζερς πρόσφατα χαρακτήρισε «το γλωσσικό παμφάγο της εποχής μας».[5] Είτε δέχεται κανείς το επιχείρημα ότι τα κράτη πρόνοιας πρέπει να πεθάνουν για να γεννηθεί ένας κόσμος πρόνοιας είτε όχι, η γενική παρακμή των εθνικών προνοιακών πολιτικών δεν εμπνέει μεγάλη εμπιστοσύνη στην εμφάνιση ενός απείρως περισσότερο αλτρουιστικού προγράμματος παγκόσμιας αναδιανομής του πλούτου ‒ πόσο μάλλον στη διατήρησή του. Οι περισσότεροι αναγνώστες της New York Review ζουν σε μια χώρα που όχι μόνο απορρίπτει τη διανεμητική ισότητα σε ομοσπονδιακό επίπεδο, αλλά γενικά αντιστέκεται ακόμη και σε κάτι τόσο στοιχειώδες όσο η θέσπιση ίσης κατά κεφαλήν δαπάνης στα δημόσια σχολεία όμορων περιφερειών, ανάμεσα σε ανθρώπους που ζουν σε μόλις λίγα χιλιόμετρα απόσταση. Πώς είναι δυνατόν μια τέτοια χώρα να στηρίξει ‒μέσω δημοκρατικής συναίνεσης ή άλλων τρόπων‒ τη διανεμητική ισότητα με ανθρώπους στην άλλη άκρη του κόσμου;
Παρά τη λεπτή ανάλυση των φιλοσοφικών συζητήσεων σχετικά με την ισότητα του Μόιν, στην περίπτωση αυτή η φιλοσοφία και η διανοητική ιστορία αποδεικνύονται ανεπαρκείς για την κατανόηση των κυβερνητικών πολιτικών και των επιπτώσεών τους. Το Όχι αρκετά λειτουργεί σε πολύ μεγάλο υψόμετρο, υπερβολικά ψηλά για να καταγράψει με λεπτομέρεια την επίδραση που είχαν τα κράτη πρόνοιας του εικοστού αιώνα στη ζωή των ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένων πειραμάτων όπως οι μισθοί επιβίωσης, το βασικό εγγυημένο εισόδημα και οι μικροχρηματοδοτήσεις. Αποφεύγει να συζητήσει συγκεκριμένες στρατηγικές ή θεσμούς που θα προήγαγαν την ισότητα σε τοπικό, εθνικό ή παγκόσμιο επίπεδο. Ως προς αυτά, το Αναγκαίο κακό: Πώς να διορθώσουμε τα χρηματοοικονομικά διασώζοντας τα ανθρώπινα δικαιώματα του Ντέιβιντ Κίνλι υπόσχεται μια πιο πρακτική προσέγγιση ‒ αυτό έστω υπαινίσσεται ο τίτλος του.
Οποιαδήποτε εκτίμηση για τον τρόπο που θα μπορούσε ενδεχομένως να αναδιανεμηθεί ο παγκόσμιος πλούτος πρέπει να έχει ως αφετηρία ένα βασικό γεγονός: το μεγαλύτερο μέρος αυτού του πλούτου υπάρχει στη μορφή χρηματοοικονομικών στοιχείων (μετοχές, ομόλογα, αμοιβαία κεφάλαια, παράγωγα, τραπεζικές καταθέσεις, κ.λπ.). Όπως γνωρίζει όποιος έζησε την κρίση του 2007-2009, η δυνατότητα των ατόμων καθώς και των κρατών να πληρώνουν για παιδεία, στέγη και υγεία ‒τη βάση οποιουδήποτε συστήματος κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων‒ στηρίζεται σημαντικά στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Είναι σωστό η προαγωγή αυτών και άλλων ανθρώπινων δικαιωμάτων να γίνει μια από τις νομικά επιβεβλημένες ευθύνες των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων; Είναι δυνατόν κάτι τέτοιο;
Όπως σημειώνει ο Κίνλι, η σύνδεση αιτίας και αποτελέσματος, πόσο μάλλον ευθύνης, μέσα σε αυτόν τον πυκνό, παλλόμενο ιστό παγκόσμιων οικονομικών συναλλαγών σπάνια είναι απλό ζήτημα. Είναι άλλο να εντοπίζει κανείς μια πετρελαϊκή εταιρεία που προξένησε μια περιβαλλοντική καταστροφή στερώντας τα προς το ζην από χιλιάδες κατοίκους στα παράλια ή μια εταιρεία εμπορίας ενδυμάτων τα κέρδη της οποίας προέρχονται από εργοστάσια με απαράδεκτες συνθήκες εργασίας, και εντελώς διαφορετικό να διαπιστώσει κανείς ποιος ή τι ακριβώς ώθησε ένα συνταξιοδοτικό ταμείο δισεκατομμυρίων δολαρίων να χάσει τη μισή του αξία ή οδήγησε χώρες όπως η Ζάμπια και οι Φιλιππίνες να καταλήξουν με ετήσιες πληρωμές δανείων σε τράπεζες του πρώτου κόσμου οι οποίες ξεπερνούν σε ύψος τις δαπάνες τους σε υγεία, παιδεία και κοινωνική πρόνοια. Η ενσωμάτωση των εγγυήσεων των ανθρώπινων δικαιωμάτων στον χρηματοπιστωτικό τομέα έχει υπάρξει τουλάχιστον επιφανειακή στην καλύτερη περίπτωση. Ο Κίνλι παραθέτει μια καταδικαστική αξιολόγηση της Παγκόσμιας Τράπεζας εν έτει 2015 από τον Φίλιπ Άλστον, ειδικό εισηγητή του ΟΗΕ για την ακραία φτώχεια και τα ανθρώπινα δικαιώματα (και, όπως ο Μόιν και ο Κίνλι, καθηγητή Νομικής): «Η τρέχουσα προσέγγιση που υιοθετεί η Τράπεζα ως προς τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι ανακόλουθη, αντιπαραγωγική και μη βιώσιμη. Ουσιαστικά, η Παγκόσμια Τράπεζα είναι μια ζώνη απαλλαγμένη από τα ανθρώπινα δικαιώματα».
Ενώ ο Μόιν παροτρύνει τους υπέρμαχους των ανθρώπινων δικαιωμάτων «να απεμπλακούν από τη νεοφιλελεύθερη συντροφιά τους», ο Κίνλι προτείνει το αντίθετο, βάζοντας τον εαυτό του στον ρόλο του συμβούλου γάμου που είναι αποφασισμένος να βοηθήσει τους χρηματιστές και τους ακτιβιστές υπέρ των ανθρώπινων δικαιωμάτων να χτίσουν μια υγιή σχέση αμοιβαίου σεβασμού. «Χρειάζονται απεγνωσμένα ο ένας τον άλλο» δηλώνει. «Σαν την Ελίζαμπεθ Μπένετ με τον κύριο Ντάρσι, η μοίρα τους είναι αλληλένδετη, είτε το θέλουν είτε όχι». Αδυνατώντας να εγκαταλείψει αυτόν τον παραλληλισμό [από το Περηφάνια και Προκατάληψη], ο Κίνλι δίνει στα κεφάλαιά του τίτλους όπως «Αταίριαστο ζευγάρι», «Φλερτάροντας με το ρίσκο», «Προσωπικά ζητήματα», «Δημόσιες υποθέσεις», «Απιστία» και, τέλος, «Θεραπεία και συμφιλίωση». Για να είμαστε δίκαιοι, η εισαγωγή του βιβλίου παραδέχεται ότι «η μεταμόρφωση της εμβριθούς μελέτης σε ανάγνωσμα για το ευρύ κοινό δεν είναι ποτέ εύκολη και μπορεί να καταλήξει σε κάτι περισσότερο μεταλλαγμένο παρά μορφωτικό». Κάποιος εκεί στον Oxford University Press θα έπρεπε να είχε σώσει τον Κίνλι (για να μην πούμε την Όστεν) από τη συγκεκριμένη μεταφορά, εκμεταλλευόμενος ενδεχομένως λίγο από τον χρόνο που προφανώς δεν αφιερώθηκε στην επιμέλεια ενός κειμένου γεμάτου άχαρες προτάσεις, λέξεις που λείπουν και άλλες αβλεψίες.
Πώς φαντάζεται λοιπόν ο Κίνλι ότι θα λειτουργήσει η σχέση ανάμεσα στον οικονομικό τομέα και τους υπέρμαχους των ανθρώπινων δικαιωμάτων; Εάν γινόταν να χτίσει κανείς ένα επιχείρημα με χαλαρές κοινοτοπίες, το Αναγκαίο κακό θα ήταν ουρανοξύστης. «Χέρια και πνεύματα και από τις δύο πλευρές», μας πληροφορεί, «πρέπει να απλωθούν πάνω από το χάσμα, εάν επιθυμούμε πραγματικά να δρέψουμε αμοιβαία οφέλη». Είναι επίσης σημαντικό να αντιληφθούμε πως «όταν η Γουόλ Στριτ εξαπατά την Μέιν Στριτ, οι σοβαρότερες συνέπειες πλήττουν πάντοτε εκείνους που μπορούν να τις διαχειριστούν λιγότερο». Μην ανησυχείτε, όμως, γιατί στο τέλος «αυτό που δουλεύει καλύτερα για την προαγωγή των ανθρώπινων δικαιωμάτων, λειτουργεί προς το συμφέρον του οικονομικού τομέα». Πλέον η Ελίζαμπεθ κοιτάζει το ρολόι της και ο κύριος Ντάρσι προσπαθεί να θυμηθεί πόση είναι η συμμετοχή που θα πληρώσει για τη συνεδρία. Ο Κίνλι δεν παραβλέπει την αναγκαιότητα της κρατικής ρύθμισης του οικονομικού τομέα, παρ’ όλο που είναι εξοργιστικά ασαφής ως προς τους μηχανισμούς της. «Τελικά», πιστεύει πως
μόνο εάν καταφέρει να πειστεί ο χρηματοοικονομικός τομέας να προωθήσει αυτές τις αρετές [της υπεύθυνης οικονομικής διαχείρισης] μέσα από τις ίδιες τις τάξεις του θα κερδηθεί ή θα χαθεί η πραγματική μάχη. ... [Ε]κκλήσεις στην «ενσυναίσθηση» μπορούν να ωθήσουν τους χρηματιστές να νοιαστούν περισσότερο για τις συνέπειες των πράξεών τους σε άλλους.
Ήδη μπορεί κανείς να ακούσει τη λακωνική ετυμηγορία του Μόιν για τα ανθρώπινα δικαιώματα ως φιλήσυχο εκπολιτιστή του Μαμωνά: Δεν αρκούν καθόλου.
Τα ανθρώπινα δικαιώματα ούτε μπορούν να απαντήσουν σε όλα τα ηθικά μας προβλήματα ούτε σχεδιάστηκαν ποτέ για κάτι τέτοιο. Δεν πρέπει απαραιτήτως να περιμένουμε από τον ίδιο μηχανισμό να έχει την ευθύνη να διατυπώνει κρίσιμους περιορισμούς στη συμπεριφορά του κράτους και να παρέχει μια πηγή βαθιάς ανθρώπινης αλληλεγγύης. Όπως αναγνωρίζει ο Μόιν στο συμπέρασμά του, δεν είναι πολύ λογικό να «κατηγορούμε το σφυρί ότι είναι άχρηστο να στρίψει μια βίδα». Ο σύγχρονος κόσμος απαιτεί καταμερισμό εργασιών, και η εργαλειοθήκη των ανθρώπινων δικαιωμάτων ‒τα δικαστήρια, η δημόσια κατακραυγή, οι ΜΚΟ‒ δουλεύει καλύτερα σε ορισμένα πράγματα παρά σε κάποια άλλα. Οι επικλήσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα είχαν ελάσσονα σημασία στην κατασκευή των κρατών πρόνοιας, σε μεγάλο βαθμό επειδή η διανομή των πόρων της κοινωνίας ‒σε μια δημοκρατία τουλάχιστον‒ απαιτεί διαρκή επαναδιαπραγμάτευση και συμβιβασμό, για να μην αναφέρουμε τις περιοδικές προσαρμογές που υπαγορεύονται από την αναπόφευκτη αύξηση και μείωση των πόρων αυτών. Το ερώτημα πόση ισότητα είναι αρκετή ‒το οποίο αφήνει αναπάντητο το βιβλίο του Μόιν‒ είναι ακριβώς αυτό που δεν μπορεί να λυθεί από τις κατηγορικές προσταγές οι οποίες είναι, και πρέπει να παραμείνουν, το σήμα κατατεθέν των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Τα ανθρώπινα δικαιώματα διατυπώνουν απόλυτες αλλά μινιμαλιστικές θέσεις. Υποθέτουν μια ανθρώπινη αξιοπρέπεια την οποία διαθέτουμε όλοι λόγω του ότι είμαστε άνθρωποι, όμως δεν προσφέρουν καθοδήγηση για το πώς να ζήσει κανείς μια καλή ζωή ‒ ούτε ευτυχισμένη. Ακόμη και η πιο ένθερμη υπεράσπιση της ελευθερίας του λόγου, του συνεταιρίζεσθαι ή της θρησκευτικής συνείδησης μένει βουβή όσον αφορά το περιεχόμενο του λόγου, του συνεταιρίζεσθαι ή της θρησκείας, ή το αν είναι συνετό ή αναγκαίο να ασκεί κανείς τα δικαιώματά του με συγκεκριμένο τρόπο ή σε συγκεκριμένο πλαίσιο. Ομοίως, το δικαίωμα του εκλέγειν δεν μας λέει τίποτα για το πώς να ψηφίσουμε. Αυτή η ίδια μινιμαλιστική απολυτοκρατία μοιάζει να είναι περισσότερο πρόσφορη για τον στόχο της επάρκειας ‒τη μετατροπή βασικών αναγκών σε βασικά δικαιώματα‒ παρά για τους σκοπούς της σφυρηλάτησης της ισότητας.
Η Επιτροπή Αναφαίρετων Δικαιωμάτων του αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών, που συστάθηκε τον Ιούλιο από τον υπουργό Εξωτερικών Μάικ Πομπέο «για να στηρίξει τη συζήτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων στις θεμελιώδεις αρχές της Αμερικής», είναι απίθανο να συζητήσει τα πλεονεκτήματα της επάρκειας έναντι της ισότητας ή έστω να προάγει οποιαδήποτε εκδοχή οικονομικών δικαιωμάτων πέρα από το δικαίωμα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Ο ίδιος ο Πομπέο δείχνει να βρίσκεται σε σύγχυση σχετικά με το αν τα ανθρώπινα δικαιώματα αποτελούν αμερικανικό εξαγώγιμο προϊόν ή κάτι στο οποίο καταλήξαμε με διεθνή συναίνεση. Η επιστήμονας την οποία διόρισε πρόεδρο της επιτροπής, πρώην καθηγήτρια Νομικής δική του (και του Μόιν) στο Χάρβαρντ, Μέρι Αν Γκλέντον, έχει στο παρελθόν υποστηρίξει τη δεύτερη άποψη, επικρίνοντας αυτό που θεωρεί υπερβολικά ατομικιστική και απαλλαγμένη από υποχρεώσεις αμερικανική προσέγγιση στα δικαιώματα. Συμμερίζεται όμως την έντονη αποστροφή του Πομπέο απέναντι στον «πολλαπλασιασμό των προσφυγών για δικαιώματα», περιλαμβανομένων αυτών που αφορούν τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών και την έκτρωση. Με δεδομένο το ιστορικό της κυβέρνησης Τραμπ, λόγω και έργω, δυσκολευόμαστε να φανταστούμε κάποια προγραμματική δήλωση περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων με ηθικό βάρος. Από τη μεριά του, ο Πομπέο έχει ήδη δηλώσει ότι η επιτροπή «δεν θα αποφανθεί επί της πολιτικής».
© NEW YORK REVIEW OF BOOKS 2020
— Μετάφραση: Νίνα Μπούρη
[1] “Happiness Matters”, The New York Times, 4 Δεκεμβρίου 2014.
[2] Σ.τ.Μ.: Ο συγγραφέας αναφέρεται στην λεγόμενη «ουιγική αντίληψη της ιστορίας». Το κόμμα των Ουίγων (Whigs) πρωταγωνίστησε στην βρετανική αλλά και την αμερικανική πολιτική σκηνή του 18ου και 19ου αιώνα.
[3] Samuel Moyn, “Giuseppe Mazzini in (and Beyond) the History of Human Rights”, στο Revisiting the Origins of Human Rights, επιμ. Miia Halme-Tuomisaari και Pamela Slotte (Cambridge University Press, 2015), σ. 119.
[4] Εκτός από το The Last Utopia, βλ. The Breakthrough: Human Rights in the 1970s, επιμ. Jan Eckel και Samuel Moyn (University of Pennsylvania Press, 2014). (Έγραψα ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου).
[5] «The Uses and Abuses of “Neoliberalism”», Dissent, τ. 65, αρ. 1 (Χειμώνας 2018).