σύνδεση

Τέσσερις σωματοφύλακες του ορθολογισμού συζητούν

Τέσσερις σωματοφύλακες του ορθολογισμού συζητούν Γιάννης Κουνέλλης, Άτιτλο, 2006, τέσσερις ξύλινες τάβλες και εφτά μπρούντζινες καμπάνες. Πινακοθήκη Tate.

 

 

Christopher Hitchens, Richard Dawkins, Sam Harris, Daniel Dennett, Οι τέσσερις καβαλάρηδες. Η συζήτηση που πυροδότησε μια αθεϊστική επανάσταση, μτφρ. Βασίλης Ντζούνης και Κώστας Σίμος, επιμ. Αλέξανδρος Μάμαλης, Κάτοπτρο, Αθήνα 2019, σελ. 138

 

 

Σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό New Scientist το 2015[1] ο σπουδαίος εξελικτικός βιολόγος Έντγουαρντ Όσμπορν Γουίλσον χρησιμοποίησε τη φράση «Στην πραγματικότητα δεν είμαι άθεος αλλά επιστήμονας», εξηγώντας κατόπιν ότι προτιμά τον χαρακτηρισμό «αγνωστικιστής» αφού η επιστήμη δεν μπορεί να δώσει απαντήσεις στα μεταφυσικά ερωτήματα περί υπάρξεως Θεού. Φυσικά, δεν εννοούσε ότι μπορεί να δώσει τις απαντήσεις αυτές κάποιος άλλος! Η εν λόγω διατύπωση είναι τυπικά ορθή από μια σκοπιά, αλλά από μια άλλη, πολύ σημαντική, είναι παραπλανητική! Πώς μπορεί να ισχύει κάτι τέτοιο; Από τη μια έχει δίκιο ως προς το ότι, με αυστηρά τυπικούς όρους, η επιστήμη δεν μπορεί να δώσει απάντηση στο ερώτημα για την ύπαρξη ή όχι Θεού, όπως άλλωστε δεν μπορεί να δώσει απάντηση σε άπειρο αριθμό άλλων τέτοιων ερωτημάτων (π.χ., για την ύπαρξη νεράιδων ή οποιασδήποτε δύναμης που ο ορισμός της περιλαμβάνει την αδυναμία απόδειξής της). Από την άλλη πάλι, ταυτόχρονα, γνωρίζουμε ότι υπήρξαν και υπάρχουν χιλιάδες επιστήμονες που είναι θρήσκοι και πιστεύουν σε κάποιον Θεό, όπως και χιλιάδες επίσης που είναι άθεοι, άρα η ιδιότητα του επιστήμονα δεν υποδηλώνει κάποια σχετική θέση. Ο Γουίλσον, φυσικά, ήθελε να τονίσει ότι ως επιστήμονας ασχολείται με προτάσεις που επιδέχονται διάψευση και υπόκεινται σε έλεγχο. Αλλά τότε, γιατί αποφεύγει τον χαρακτηρισμό του άθεου;

Ο προσδιορισμός άθεος, αν και φαίνεται να δηλώνει κάποια πεποίθηση, στην πραγματικότητα έχει μόνο ιστορική και κοινωνιολογική βάση· και, ως αρνητικός προσδιορισμός, συνιστά απλή περιγραφή της διαφοροποίησης από την κυρίαρχη και εξαιρετικά διαδεδομένη πίστη σε ένα τέτοιο «ον». Δηλαδή, ο χαρακτηρισμός «άθεος» δεν δηλώνει κάποια πεποίθηση, παρά μόνο το ότι ο χαρακτηριζόμενος δεν ανήκει στο τεράστιο σύνολο των ανθρώπων που πιστεύουν στην ύπαρξη Θεού (θεότητας, ανώτερης δύναμης, ή όπως αλλιώς το ονομάζει ο καθένας). Υπό την έννοια αυτή, θεωρώ λάθος το να χρησιμοποιούμε τον όρο «αθεϊσμός» ή «αθεϊστής», όπως γίνεται συχνά, ωσάν να πρόκειται για κίνημα ή για προσήλωση σε κάποια ιδεολογία. Δυστυχώς, στην αγγλική γλώσσα δεν γίνεται αντίστοιχη διάκριση (υπάρχει μόνο ο προσδιορισμός atheist), κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε παρανοήσεις. Οι ιδεολογίες και τα κινήματα αναπτύσσονται γύρω από κάποιες ιδέες που ενώνουν τους οπαδούς τους. Το να μην πιστεύεις ότι υπάρχει κάποια «ανώτερη δύναμη» δεν συνιστά ιδεολογία, όπως δεν συνιστά ιδεολογία το να μην πιστεύεις στην αστρολογία, το «μάτι», τις νεράιδες ή τους δράκους. Ουδείς θα σκεφτόταν ποτέ να ονομάσει τους περισσότερους ανθρώπους ως ανεραϊδιστές ή αναστρολογιστές!

Ο Δαρβίνος επίσης προτιμούσε να αυτοπροσδιορίζεται ως «αγνωστικιστής», αλλά, όπως φαίνεται σαφώς από την αλληλογραφία του με τον μαχητικά άθεο φίλο του Έντγουαρντ Μπίμπινς Έιβελινγκ[2], επρόκειτο καθαρά για ζήτημα τακτικής και όχι ιδεολογικής τοποθέτησης. Θεωρούσε ότι η αφύπνιση του ανθρώπινου πνεύματος (δηλαδή, μεταξύ άλλων, και η απομάκρυνση από την πίστη σε θεότητες) θα συμβεί σταδιακά μέσα από την παιδεία και την ανάπτυξη της επιστήμης, και όχι από την κατά μέτωπο αντιπαράθεση με τους πιστούς. Σήμερα, γνωρίζουμε και άλλον έναν, πιο προσωπικό, λόγο για αυτή του τη στάση: δεν ήθελε να πληγώσει κι άλλο τη βαθιά θρησκευόμενη σύζυγό του.

Έτσι, όταν πήρα στα χέρια μου το βιβλίο με τίτλο που αναφέρεται σε κάποια «αθεϊστική επανάσταση», αισθάνθηκα ότι κάτι δεν πάει καλά με αυτή τη διατύπωση. Ας δούμε, όμως, πρώτα ποιοι είναι οι συγγραφείς του και τι περιλαμβάνει αυτό. Πρόκειται για τον Ρίτσαρντ Ντόκινς, έναν από τους πλέον αναγνωρίσιμους σύγχρονους εξελικτικούς βιολόγους, με πλήθος έργων εκλαΐκευσης της επιστήμης και σημαντική συνεισφορά στο επιστημονικό αυτό πεδίο, τον Ντάνιελ Ντένετ, έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους φιλοσόφους, ο οποίος έχει εντρυφήσει ιδιαίτερα στα φιλοσοφικά ζητήματα που απορρέουν από την εξελικτική βιολογία, τον Σαμ Χάρις, νευροβιολόγο με έντονα φιλοσοφικά ενδιαφέροντα, ιδίως όσον αφορά τη θρησκευτική πίστη, και τον πρόωρα χαμένο (2011) Κρίστοφερ Χίτσενς, γνωστό συγγραφέα και αρθρογράφο. Ο χαρακτηρισμός «συγγραφείς», βέβαια, δεν είναι ακριβής, αφού το βιβλίο στην ουσία περιλαμβάνει την απομαγνητοφώνηση μιας συζήτησής τους τον Σεπτέμβριο του 2007, στο περιθώριο ενός συνεδρίου[3], και ως εκ τούτου στο εξής θα τους αναφέρω ως συνομιλητές. Το κείμενο συμπληρώνεται από έναν πρόλογο του, επίσης διάσημου, κωμικού ηθοποιού και τηλεπαρουσιαστή Στίβεν Φράι, καθώς και από σύντομα εισαγωγικά σχόλια των τριών από τους συνομιλητές που βρίσκονται εν ζωή σήμερα. Οι συνομιλητές παρομοιάζονται στον τίτλο του εξωφύλλου με τους «τέσσερις καβαλάρηδες» που αναφέρονται στην Αποκάλυψη, οι οποίοι εδώ φέρουν το μήνυμα της «αθεϊστικής επανάστασης». Κάπως πιο πετυχημένη είναι η παρομοίωση του Φράι, ο οποίος στο σχόλιό του τους περιγράφει ως τους «τέσσερις σωματοφύλακες του νου» (από τους τρεις σωματοφύλακες συν τον ντ’Αρτανιάν, στο πασίγνωστο μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Δουμά).

Οι οπωσδήποτε σπουδαίοι διανοητές αυτοί, πάντως, δεν αισθάνθηκαν ότι αποτελούν ηγέτες κάποιας επανάστασης (όπως σαφώς αναφέρει και ο Ντόκινς, στο εισαγωγικό του σημείωμα). Δεν προσπάθησαν, όμως, και να απαρνηθούν τους σχετικούς χαρακτηρισμούς που τους απέδωσαν οι δημοσιογράφοι για τους δικούς τους, ευνόητους λόγους. Ο υπότιτλος του βιβλίου, μάλιστα, αναφέρει συγκεκριμένα ότι η εν λόγω συζήτηση «πυροδότησε» μια υποτιθέμενη αθεϊστική επανάσταση, κάτι που είναι εντελώς παραπλανητικό ακόμα και από καθαρά ιστορική σκοπιά (αρκεί μια πρόχειρη διαδικτυακή αναζήτηση της ιστορίας της αθεΐας για να πειστεί κανείς επ’ αυτού).

Όταν είχα πρωτοδιαβάσει το διάσημο βιβλίο του Ντόκινς Η περί Θεού αυταπάτη[4] το 2006, συνάντησα ιδέες που είχα ήδη συναντήσει παλαιότερα, καθώς και κάποιες δικές μου σκέψεις, φυσικά συγκεντρωμένες σε ένα συνεκτικό πλαίσιο και διατυπωμένες με την υπέροχη γραφή του ταλαντούχου συγγραφέα. Ουδόλως υπονοώ ότι το βιβλίο βρίθει κοινοτοπιών και εξυπακούεται πως δεν επιδιώκω αναγνώριση ισάξια ενός Ντόκινς! Θέλω απλώς να δείξω με αυτή τη διαπίστωση, ότι δεν επρόκειτο για κάτι «επαναστατικό», υπό την έννοια της διατύπωσης καινοφανών θεωριών και ιδεών, καθώς όλες σχεδόν είχαν ήδη δημοσιευθεί και συζητηθεί επαρκώς. Εννοείται ότι παραμένει ένα σπουδαίο βιβλίο για όσους θέλουν να βρουν συγκεντρωμένα τα επιχειρήματα σχετικά με τη θρησκεία και την ιδέα περί Θεού, καθώς και για όσους προσέρχονται σε αυτή τη συζήτηση για πρώτη φορά.

Ακόμα και ο ίδιος ο E.O. Γουίλσον, αν και με πολύ διαφορετική και πολύ μετριοπαθή προσέγγιση και φρασεολογία, είχε ήδη πει παρόμοια πράγματα κάποια χρόνια πριν σε αρκετά βιβλία του[5]. Μέχρι και ο πρόωρα χαμένος εξελικτικός Στίβεν Τζέι Γκουλντ, ο οποίος προσπάθησε – ανεπιτυχώς κατά την άποψή μου – να συμφιλιώσει θρησκεία και επιστήμη με τη θεωρία του περί ΝΟΜΑ[6] (Non Overlapping MAgisteria – μη επικαλυπτόμενες «επικράτειες» [θρησκείας και επιστήμης]), στην ουσία άφηνε στη θρησκεία μόνο τον ρόλο της ηθικής καθοδήγησης των ανθρώπων, απορρίπτοντας έτσι τον όποιο λόγο της σε ζητήματα ερμηνείας του κόσμου, άρα εμμέσως και την ύπαρξη Θεού (η οποία προφανώς δεν είναι ζήτημα ηθικής). Φυσικά, στον χώρο της φιλοσοφίας, η σχετική συζήτηση έχει πολύ μακρά ιστορία και δικαιολογημένα πολλοί φιλόσοφοι θα εκπλαγούν (στην καλύτερη περίπτωση) με την άποψη ότι πυροδοτήθηκε πρόσφατα κάποια σχετική επανάσταση.

Πώς εξηγείται, τότε, η σχεδόν ταυτόχρονη εμφάνιση, μεταξύ 2004 και 2007, αρκετών βιβλίων που επιτίθενται στη θρησκεία και την έννοια του Θεού, γραμμένα από πολύ γνωστούς και σημαντικούς διανοητές, πέντε εκ των οποίων από τους εν λόγω συνομιλητές[7]; Χρησιμοποιείται, μάλιστα, αρκετά συχνά ο όρος «νέος αθεϊσμός» για να περιγράψει ένα υποτιθέμενο κίνημα που αναπτύσσεται γύρω από αυτά. Δεν θα πρέπει να είναι άσχετη η αναφορά στα συναισθήματα που προκάλεσε σε πολλούς ανθρώπους, ιδίως στον αγγλόφωνο κόσμο, η επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στις ΗΠΑ. Η ανάδυση του μαχητικού φανατικού ισλαμισμού, με όλα τα εγκλήματα και τους πολέμους που την συνόδευσαν, είναι πολύ πιθανό να αποτέλεσαν την θρυαλλίδα για τη συγγραφή των σχετικών βιβλίων. Παρότι αυτό μπορεί να συνιστά μια κάποια εξήγηση για τη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε και κάτι ακόμα σημαντικότερο που αφορά το ευρύτερο χρονικό πλαίσιο. Εδώ και μερικές δεκαετίες ζούμε ίσως την πλέον ειρηνική περίοδο στην ιστορία του είδους μας, παρά τους κάμποσους ‒αδιαμφισβήτητα απαράδεκτους και απάνθρωπους‒ τοπικούς πολέμους. Παράλληλα, ζούμε μια περίοδο τεράστιας και ταχύτατης ανάπτυξης της επιστήμης, η οποία επιταχύνθηκε ακόμα περισσότερο με την τρίτη τεχνολογική επανάσταση στα τέλη του 20ού αιώνα. Εν μέσω αυτών των πολύ θετικών εξελίξεων, η εξάπλωση του θρησκευτικού φανατισμού έμοιαζε ως μία από τις ολιγάριθμες απειλές για την πρόοδο του πνεύματος. Αν και η αυθόρμητη και εν πολλοίς υγιής αντίδραση των περισσότερων ανθρώπων σε αυτές τις διαπιστώσεις είναι η διατύπωση δεκάδων «αλλά», η παραδοχή των προαναφερθέντων δεν υπονοεί ότι όλα είναι τέλεια και ότι δεν χρειάζεται να προσπαθούμε για ακόμα καλύτερες συνθήκες. Συνιστά, όμως, μια διαπίστωση που μπορεί να εξηγήσει εν μέρει το γιατί πολλοί επιστήμονες στον δυτικό κόσμο αισθάνθηκαν έτοιμοι να εκφράσουν δημόσια και με παρρησία τις «αιρετικές» απόψεις τους για τη θρησκεία και τον Θεό στις αρχές του 21ου αιώνα.

Η πρόοδος της επιστημονικής γνώσης, το ότι εξέλιπαν σχεδόν ως κυρίαρχοι άξονες προβληματισμού τα ζητήματα ενός παγκόσμιου πολέμου και οι μεγάλες πολιτικές αντιπαραθέσεις, ιδίως μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», και η παράλληλη ανάδυση μιας απειλής για οπισθοδρόμηση εξαιτίας του θρησκευτικού φονταμενταλισμού, δημιουργούν τις αναγκαίες συνθήκες για τη δημόσια αμφισβήτηση των θρησκευτικών πεποιθήσεων. Δεν είναι τυχαίο ότι οι φωνές αυτές προέρχονται κυρίως από χώρες στις οποίες η επιστήμη ανθίζει και ταυτόχρονα έχουν κατακτήσει ως αδιαμφισβήτητη (ελπίζουμε) συνθήκη την κοσμικότητα, την οποία ασπάζονται ακόμα και πολλοί μετριοπαθείς θρησκευόμενοι πολίτες. Υποστηρίζω, δηλαδή, ότι η σχετικά πρόσφατη εμφάνιση όλο και περισσότερων φωνών που μιλούν άνετα και καθαρά υπέρ της αθεΐας και ενάντια στις θρησκείες και την ανορθολογική πίστη σε θεούς, είναι φυσικό επακόλουθο της απελευθέρωσης του πνεύματος που φέρνει η επιστημονική γνώση, της απαγκίστρωσης του γενικού ενδιαφέροντος από τη μονοδιάστατη προσήλωση σε άλλου τύπου προτεραιότητες (πολλές από τις οποίες, βέβαια, παραμένουν πολύ σημαντικές) και, σε κάποιον βαθμό, της ανησυχίας για την αναζωπύρωση φονταμενταλιστικών ιδεών σε μεγάλους και ταχύτατα αυξανόμενους πληθυσμούς. Εξυπακούεται ότι θα ήταν ευχής έργον το να ήταν εφικτή η διάδοση αντίστοιχων ιδεών και σε χώρες με θεοκρατικά καθεστώτα. Δυστυχώς, όπως δείχνουν και πολλά πρόσφατα τραγικά παραδείγματα, είναι μεγάλο το τμήμα του παγκόσμιου πληθυσμού που τελεί σε καθεστώς αυστηρότατης λογοκρισίας (και) σε θέματα θρησκείας, λογοκρισίας που συχνά φθάνει μέχρι και σε θανατική καταδίκη. Έτσι, έχει τεράστια σημασία να συνεχιστεί η δημόσια υπεράσπιση του ορθολογισμού, τουλάχιστον στις χώρες που απολαμβάνουν την ελευθερία του λόγου, ώστε να υψώνονται διαρκώς οι αναγκαίοι φάροι που μπορεί να φωτίσουν και τους καταπιεσμένους ανθρώπους στον υπόλοιπο κόσμο.

Το βιβλίο που μας παρουσιάζουν οι εκδόσεις Κάτοπτρο είναι ένας τέτοιος φάρος, αν και όχι πολύ μεγάλης εμβέλειας καθώς ο αναγνώστης δεν θα βρει σε αυτό στιβαρά επιχειρήματα ενάντια στην ύπαρξη «ανώτερων δυνάμεων», αφού οι συνομιλητές έρχονται στη συζήτηση όντας ήδη σύμφωνοι ως προς αυτό. Και καθώς, κατά τα λεγόμενά τους, δεν είχε συμφωνηθεί κάποια ατζέντα, η συζήτησή τους εντέλει στρέφεται γύρω από τη στάση απέναντι στους θρησκευόμενους, τις επιθέσεις που οι ίδιοι δέχονται από διάφορες πλευρές, τον ρόλο της θρησκείας σήμερα και κάποια επιχειρήματα από την πλευρά των θρησκευόμενων. Δηλαδή, αφορά περισσότερο τη θρησκεία, και όχι την ύπαρξη Θεού, καθώς και ζητήματα τακτικής, σε μια προσπάθεια να δειχθεί η ένδεια των επιχειρημάτων όσων επιτίθενται στους άθεους. Μέσα από μια τέτοια συζήτηση, βέβαια, και με δεδομένο το μεγάλο εύρος γνώσεων και τη βαθιά καλλιέργεια των συνομιλητών, αναδύονται και αρκετά άλλα σοβαρά θέματα που θα κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Δεν υπάρχουν, όμως, τα στοιχεία εκείνα που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τον τίτλο ενός επαναστατικού μανιφέστου.

Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε τη διάκριση μεταξύ της συζήτησης περί Θεού και εκείνης περί θρησκείας, διάκριση που συχνά (κάποτε και σκόπιμα) αγνοείται. Κάθε θρησκεία περιλαμβάνει υποχρεωτικά ένα περίπλοκο σύστημα πεποιθήσεων, τελετουργικών και κανόνων, το οποίο φέρεται σαν να πηγάζει με κάποιον τρόπο από τον αντίστοιχο θεό, ώστε να του δοθεί η αναγκαία στήριξη στα μάτια των πιστών. Το ερώτημα εάν υπάρχει Θεός ή όχι είναι εν πολλοίς ανεξάρτητο εκείνου για την πίστη σε κάποια θρησκεία, αφού ακόμα κι αν απαντήσει κανείς καταφατικά, δεν προκύπτει ότι οφείλει και να πιστεύει σε αυτόν, πόσο μάλλον να τον υμνεί μέσω ενός τελετουργικού συστήματος ή να πιστεύει και σε ένα ολόκληρο σύμπαν συμπαρομαρτούντων. Μια θρησκεία, πάλι, είναι αμφίβολο κατά πόσο θα διατηρούσε το νόημα της ύπαρξής της εάν απογυμνωνόταν από όλο το υπόλοιπο σύστημα και διατηρούσε απλώς την πίστη στην ύπαρξη Θεού. Ο Χριστιανισμός, ας πούμε, είναι άρρηκτα συνυφασμένος με ένα περίπλοκο δίκτυο αγίων, οσίων, αγγέλων, ακολουθιών, μυστηρίων και, φυσικά, την πεποίθηση ότι ο Θεός έστειλε στη γη τον γιο του, καθώς και την πίστη στο τριαδικό δόγμα. Άρα, εάν κάποιος θελήσει να συζητήσει στα σοβαρά περί θρησκείας, θα πρέπει να εξετάσει το πόσο βάσιμα είναι όλα αυτά τα στοιχεία, πώς συνδέονται με την πεποίθηση ότι υπάρχει κάποια ανώτερη δύναμη και πώς συνδέονται με την πίστη ως απαίτηση και ως νοητική στάση. Δεν αρκεί να μιλήσει απλώς για την ύπαρξη ή όχι Θεού. Φυσικά, εάν το ερώτημα περί Θεού απαντηθεί αρνητικά, περιττεύει τότε κάθε περαιτέρω συζήτηση για όλα όσα υποτίθεται ότι απορρέουν από αυτόν (με όποιον τρόπο και αν τα θέτει η κάθε μία από τις χιλιάδες θρησκείες). Το ζήτημα αυτό δεν εξετάζεται επαρκώς από τους εν λόγω συνομιλητές, άρα το βιβλίο δεν μπορεί να αποτελέσει κάποιο ολοκληρωμένο αθεϊστικό μανιφέστο.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, πάντως, έχει ο πρόλογος του Φράι, ο οποίος με το πάντοτε εξαίρετο και λεπτό χιούμορ του, δίνει μια πολύ περιεκτική παρουσίαση της συζήτησης, διατυπώνοντας και οξυδερκείς παρατηρήσεις σχετικά με την πίστη σε θεούς. Στο εισαγωγικό σημείωμα του Ντόκινς ο αναγνώστης θα βρει μια πολύ καλή και αιχμηρή απάντηση στις κατηγορίες περί αλαζονικής στάσης της επιστήμης, τις οποίες συχνά διατυπώνουν οι υποστηρικτές του θεϊσμού. Είναι, όντως, παράλογο και συνιστά πλήρη αντιστροφή της λογικής και της πραγματικότητας το να κατηγορείται για αλαζονεία ένα συλλογικό διανοητικό εγχείρημα των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται στη διαρκή αμφισβήτηση των προτάσεών του και στη συνειδητή προσπάθεια να καταρριφθούν οι θεωρίες που διατυπώνει. Ιδίως, δε, όταν οι κατηγορίες εξαπολύονται από εκείνους που αποδέχονται και υπερασπίζονται δογματικές και απόλυτες αλήθειες! Πόσοι από τους θρήσκους είναι άραγε έτοιμοι να αμφισβητήσουν τις πεποιθήσεις τους και να τις υποβάλουν σε ενδελεχή έλεγχο; Πόσοι προσέρχονται με ειλικρινή διάθεση να αλλάξουν γνώμη εάν δειχθεί ότι έχουν άδικο ή εάν δεν καταφέρουν να στηρίξουν επαρκώς τις θέσεις τους στη βάση λογικής επιχειρηματολογίας; Αντιθέτως, αυτό που συναντά κανείς συχνότερα όταν μιλά ανοιχτά για την ύπαρξη Θεού είναι η ανόρθωση ενός φράγματος που επιστρατεύει την «προσβολή» των προσωπικών πεποιθήσεων και τη «βλασφημία». Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, και το πόσο πρόσφατα καταργήθηκε ο νόμος περί βλασφημίας στη χώρα μας υπό την έντονη αντίδραση της Εκκλησίας, αλλά και την, ευτυχώς ανεπιτυχή, προσπάθεια να επανέλθει. Πέρα από τους νόμους (αν και σε πολλές χώρες του κόσμου δεν μπορεί να πάει κανείς και πολύ πιο πέρα…), το επιχείρημα ότι η δημόσια έκφραση απόψεων περί αθεΐας, ιδίως όταν γίνεται με σατιρικό ή καυστικό τρόπο, προσβάλλει τα θρησκευτικά αισθήματα των πιστών, είναι ενδεικτικό της διαστρέβλωσης βασικών αρχών της λογικής! Οι πιστοί τής –κάποιας από τις κυρίαρχες συνήθως– θρησκείας θεωρούν ότι έχουν κάθε δικαίωμα να διατρανώνουν δημόσια την πίστη τους και να την εκφράζουν όπως νομίζουν, και πολλά κράτη διατηρούν «επίσημη» θρησκεία, με σαφή δικαιώματα στην εκπαίδευση και σε πλήθος άλλες λειτουργίες της πολιτείας. Όποιος, όμως, επιχειρεί να θέσει υπό διερεύνηση και υπό δημόσια αμφισβήτηση τα δογματικά πιστεύω, προσβάλλει τους υπόλοιπους! Παράλληλα, βέβαια, όλοι οι πιστοί δεν διστάζουν να υιοθετήσουν τα ποικίλα πρακτικά αποτελέσματα της επιστήμης (τεχνολογία κ.λπ.) παρότι θεωρούν τη βάση πάνω στα οποία στηρίζονται αυτά (την επιστημονική μέθοδο και τις επιστημονικές θεωρίες) ως βλάσφημη και αλαζονική! Οι αντιλήψεις περί βλασφημίας και προσβολής και η στάση θρησκευόμενων και άθεων σε σχέση με αυτές, απασχολούν σημαντικό μέρος της συζήτησης στο βιβλίο, και ο αναγνώστης θα βρει πολύ διαυγείς και καυστικές απαντήσεις στον σχετικό προβληματισμό.

Ένα άλλο άξιο λόγου παράδοξο που συζητούν για λίγο οι συνομιλητές έχει να κάνει με την προέλευση των επιθέσεων που δέχονται συνήθως. Ενώ από την πλευρά των θρησκευόμενων είναι αναμενόμενη η αντίδραση στη διαρκώς, αν και με βραδείς ρυθμούς, διογκούμενη αθεΐα, η οποία συσχετίζεται πολύ έντονα και με το επίπεδο εκπαίδευσης, εκδηλώνεται και μια αντίστοιχα σκληρή επίθεση στους διανοητές που εκφέρουν θέσεις παρόμοιες με εκείνες των συνομιλητών και από την πλευρά πολλών άθρησκων και άθεων! Οι επιθέσεις αυτές, συνήθως από ανθρώπους με αριστερή τοποθέτηση και μαρξιστικές καταβολές, παρ’ όλο που φαίνεται να πηγάζουν από μια διαφορετική αντίληψη για τη στρατηγική που πρέπει να υιοθετεί κανείς απέναντι στις θρησκείες και τις μεταφυσικές πεποιθήσεις, κλιμακώνονται σε οξεία ιδεολογική αντίθεση και φθάνουν να συγκλίνουν με τους θρησκευόμενους στις κατηγορίες περί δογματισμού, απλοϊκής προσέγγισης κ.ά.[8] Εντέλει, οι επικριτές κατασκευάζουν καρικατούρες των πραγματικών προσώπων, οι οποίες εύκολα υποτιμούνται (ο Ντόκινς, ας πούμε, συχνά παρουσιάζεται ως εμμονικός, χολερικός, έτοιμος για πόλεμο με κάθε μέσο ενάντια στους πιστούς κ.τ.τ., εικόνα που ουδόλως συνάδει με τα όσα όντως γράφει και λέει!). Μερικές φορές αυτό γίνεται στο πλαίσιο ενός, κατά την άποψή μου κακώς νοούμενου, σεβασμού στη διαφορετικότητα και ενός ιδιαίτερου «πολιτισμικού σχετικισμού». Το επιχείρημα, ας πούμε, ότι οι «Νέοι Αθεϊστές» επιδεικνύουν κάποια μονομέρεια ενάντια στο Ισλάμ, εξυπηρετώντας την κυρίαρχη ιδεολογία της Δύσης, παρότι σχετικά σαθρό, βρίσκει κάποια βάση σε επιμέρους νύξεις ορισμένων από τους συνομιλητές. Φυσικά, δεν χρειάζεται να υιοθετήσει κανείς κάθε επιμέρους άποψη και θέση των συνομιλητών (οι οποίοι, άλλωστε, έχουν και μεταξύ τους αρκετές διαφωνίες), και όντως ορισμένες από αυτές, μάλλον δευτερεύουσας σημασίας, να είναι ευάλωτες σε κριτική. Μια τέτοια προσέγγιση, όμως, χάνει την ουσία, η οποία έχει να κάνει με τον ορθολογισμό, τη διάθεση για έλεγχο των πεποιθήσεών μας, την ελευθερία της έκφρασης, το δικαίωμα στην κριτική κάθε πρότασης κ.λπ. Εξάλλου, ακόμα και μια πρόταση που διατυπώνεται με ακραίο τρόπο δεν εκτελεί κανέναν άνθρωπο, ενώ ξέρουμε όλοι τις συνέπειες τόσο πολλών κηρυγμάτων αγάπης! Από την άλλη, οφείλουμε να παραδεχθούμε και να μην προσπαθούμε να «στρογγυλεύουμε» χάριν πολιτικής ορθότητας το ότι στη σημερινή εποχή ο κυρίαρχος φονταμενταλισμός σε παγκόσμιο επίπεδο αφορά όντως το Ισλάμ. Ο Χριστιανισμός μπορεί να έπραξε ακόμα χειρότερα πράγματα στο παρελθόν, αλλά σήμερα έχει αποκτήσει πολύ πιο μετριοπαθή και ανεκτική στάση. Και, σε κάθε περίπτωση, οι συνομιλητές δεν είναι καθόλου επιεικείς μαζί του!

Συμπερασματικά, το βιβλίο που προσφέρουν στο ελληνόφωνο κοινό οι εκδόσεις Κάτοπτρο, σε καλή, στρωτή μετάφραση από τους Βασίλη Ντζούνη και Κώστα Σίμο, και σε προσεγμένη έκδοση με σκληρό εξώφυλλο, είναι μια πολύ χρήσιμη εισαγωγή για όσους αναγνώστες επιθυμούν να αξιολογήσουν από πρώτο χέρι τις πραγματικές σκέψεις και προσεγγίσεις ορισμένων από τους πλέον διάσημους άθεους της σύγχρονης εποχής. Σε πείσμα των κατηγοριών για φανατισμό, δογματικές θέσεις και αλαζονεία που συχνά τους αποδίδονται, θα συναντήσει διαυγή και εμβριθή σκέψη, παρρησία, αλλά πάντα με σεβασμό και ευγένεια, διάθεση για ουσιαστικό διάλογο, καθώς και την υγιή σιγουριά των ανθρώπων που γνωρίζουν καλά το αντικείμενο για το οποίο μιλούν, που ξέρουν ότι προσέρχονται στη συζήτηση με έντιμο τρόπο και που δεν είναι διατεθειμένοι να υποχωρήσουν μπροστά σε αυθαίρετες, ανέντιμες, υποκριτικές και εκ προοιμίου ανεπίδεκτες ελέγχου θέσεις. Μπορεί να μην βρει απαντήσεις στα ερωτήματά του για την ύπαρξη Θεού, αλλά θα κάνει μια καλή άσκηση απαλλαγής από έτοιμες αλήθειες και εγκαθιδρυμένες βεβαιότητες, ώστε να εισχωρήσει βαθύτερα στη σχετική συζήτηση.


 

 

[1] E. O. Wilson: Religious faith is dragging us down. Συνέντευξη στην Penny Sarchet, New Scientist, 21 Ιανουαρίου 2015 (https://bit.ly/2sUu2hd).

[2] Επιστολή 12757 στον Edward Bibbins Aveling, 13 Οκτωβρίου 1880.

[3] Η περίπου δίωρη συζήτησή τους είναι διαθέσιμη και στο YouTube: https://www.youtube.com/watch?v=n7IHU28aR2E.

[4] R. Dawkins, The God Delusion, Houghton Mifflin, Βοστώνη 2006. Κυκλοφορεί σε ελληνική μετάφραση από τις εκδόσεις Κάτοπτρο (2007, μτφρ. Μαρία Γιατρουδάκη).

[5] Π.χ., βλέπε E.O. Wilson, Για την ανθρώπινη φύση (1998, μτφρ. Αιμιλία Ναθαναήλ, εκδόσεις Σύναλμα), Σύναλμα (1999, μτφρ. Σπύρος Σφενδουράκης, εκδόσεις Σύναλμα) κ.ά.

[6] Βλέπε Stephen Jay Gould, Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος (2000, μτφρ. Λίνα Ρόζη και Άννα Μαρία Χατζηστεφάνου, εκδόσεις Τραυλός).

[7] Πρόκειται για το προαναφερθέν του R. Dawkins και τα: Sam Harris, The End of Faith, W.W. Norton, 2004 (Το τέλος της πίστης, μτφρ. Χαρίκλεια Τσαλιγοπούλου, εκδόσεις Ενάλιος, 2008), του ιδίου, Letter to a Christian Nation, Knopf, 2006 (Επιστολή προς ένα χριστιανικό έθνος, μτφρ. Αθανάσιος Ζάβαλος, εκδόσεις Κέδρος, 2007), D. C. Dennett, Breaking the Spell: Religion as a Natural Phenomenon, Viking (Penguin), 2006 (Απομυθοποίηση, μτφρ. Δημήτρης Ξυγαλατάς και Νικόλας Ρουμπέκας, εκδόσεις Βάνιας, 2007) και C. Hitchens, God is not Great, Twelve Books, 2007 (Ο Θεός δεν είναι μεγάλος, μτφρ. Δέσποινα Ρισσάκη, εκδόσεις Scripta, 2008).

[8] Βλέπε, για παράδειγμα, τη βιβλιοκριτική του Steven Poole, “The Four Horsemen review - whatever happened to ‘New Atheism’?”, The Guardian, 31 Ιανουαρίου 2019 (https://bit.ly/2MZOwfs).