Περικλής Κοροβέσης, Ανθρωποφύλακες, Επετειακή ένατη έκδοση (1969-2009), με Εισαγωγές των Πιέρ Βιντάλ Νακέ και Δημήτρη Ραυτόπουλου και νέα Επίμετρα των Γιάνη Γιανουλόπουλου, Δημήτρη Ψαρρά και Περικλή Κοροβέση. Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων, Αθήνα 2019, σελ. 141 (συν φωτογραφικό παράρτημα)
Το αριστούργημα (και από λογοτεχνικής απόψεως) του Περικλή Κοροβέση Ανθρωποφύλακες δεν είναι απλώς μια πολύ καλογραμμένη μαρτυρία από έναν ταλαντούχο συγγραφέα, ούτε αφορά μόνο τους έλληνες που υπέστησαν βασανιστήρια επί χούντας· είναι τόσο πυκνό, βαθύ και ανθρώπινο, που μένει χαραγμένο στο μυαλό του αναγνώστη, όπως το Αν αυτό είναι ο άνθρωπος του Πρίμο Λέβι ή το Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς του Σολζενίτσιν. Επειδή η ύλη του τεύχους της ARB είχε ουσιαστικά κλείσει, παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το επίμετρο του Δημήτρη Ψαρρά. Θα μας δοθεί όμως η ευκαιρία να μιλήσουμε αναλυτικότερα γι’ αυτό το οδυνηρά απολαυστικό έργο σε επόμενο τεύχος.
Δύο βιβλία σφράγισαν τη δικτατορία της 21ης Απριλίου. Το πρώτο ήταν το πολύτομο Πιστεύω μας του Γεωργίου Παπαδόπουλου, ένα «Μάιν Καμπφ» αλά ελληνικά, με τη συμπυκνωμένη σοφία του δικτάτορα. Το δεύτερο ήταν οι Ανθρωποφύλακες, η προσωπική μαρτυρία του Περικλή Κοροβέση για το απάνθρωπο εκείνο καθεστώς, βασισμένη σε όσα κατέθεσε στο Συμβούλιο της Ευρώπης για τα βασανιστήρια που υπέστη. Το πρώτο εκδόθηκε με χρήματα του δημοσίου και διανεμήθηκε με το ζόρι σε σχολεία και κρατικές υπηρεσίες. Το δεύτερο εκδόθηκε σε 25 πολυγραφημένα αντίτυπα, από τον ίδιο τον συγγραφέα, που το χτύπησε στο στένσιλ και το τύπωσε στον πολύγραφο (παρανόμως) στο φουαγιέ του «Τζον Νοξ» στη Γενεύη με δικά του έξοδα ελλείψει χορηγού. Το βιβλίο ακολούθησε την αυτόνομη πορεία του και κυκλοφόρησε παράνομα ‒τυπωμένο πια‒ στην Ελλάδα.
Ο Περικλής κατανίκησε τον Παπαδόπουλο ως συγγραφέας. Ενώ κανείς δεν ασχολείται πια με το Πιστεύω μας, οι Ανθρωποφύλακες διατηρούν ατόφια τη λογοτεχνική και πολιτική τους αξία. Και ξαναγυρίζουμε σ’ αυτούς, προκειμένου να αποκρούσουμε τις ανιστόρητες συγκρίσεις της χούντας με τις σημερινές ελλειμματικές ευρωπαϊκές δημοκρατίες, αλλά και για να κατανοήσουμε τον ρόλο της βίας στα καθεστώτα έκτακτης ανάγκης, καθώς και την ευκολία με την οποία ο άνθρωπος μετατρέπεται σε βασανιστή. Και κυρίως: να ξαναδώσουμε το πραγματικό της νόημα στη λέξη «αντίσταση».
Ειρωνεία της τύχης. Ο Παπαδόπουλος έχει περιλάβει στους τόμους του Πιστεύω μας σχεδόν όλες τις δηλώσεις και τις συνεντεύξεις του, φυσικά κατάλληλα φτιασιδωμένες, προκειμένου να απαλειφθεί κάπως η αφόρητη ρητορική του. Στις ελάχιστες συνεντεύξεις που έχουν παραλειφθεί από αυτό το κόρπους της σκέψης του δικτάτορα ξεχωρίζουν οι δυο που έχουν άμεση σχέση με τους Ανθρωποφύλακες. Βέβαια είχαν δημοσιευτεί ‒και μάλιστα πανομοιότυπες‒ στον Τύπο της εποχής.
Η πρώτη αναφερόταν στην παρουσίαση της μαρτυρίας του Κοροβέση στο αμερικανικό περιοδικό Look (Μάιος 1969). Ήταν παραμονές της κατάθεσής του στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Ο Παπαδόπουλος εμφανίστηκε εξαιρετικά εκνευρισμένος από τις αποκαλύψεις: «Διερωτώμαι [σ.σ. σε σχέση με το δημοσίευμα], μήπως είχε δίκαιον πριν από χρόνια κάποιος Άγγλος πρωθυπουργός, όταν εχαρακτήριζε τον Τύπον ως πόρνην, όταν σήμερον ημείς, οι οποίοι επιθυμούμεν να χαρακτηριζόμεθα ως πολιτισμένη ανθρωπότης αποδεχόμεθα τας πλέον ευφαντάστους και κακοήθεις συκοφαντίας τας οποίας θα ημπορούσε να κατασκευάσει εις τον εγκέφαλόν του ένας ψυχοπαθής με πιστοποιητικόν νοσοκομείου ως ψυχοπαθούς και με τας οποίας ημείς ερχόμεθα να "διαφωτίζωμεν" δέκα εκατομμύρια αναγνωστών εις τον κόσμον; [...] Και διά να τελειώνω την επί του δημοσιεύματος του "Look" θέσιν μου, εξ υποχρεώσεως προς την ιστορίαν του ελληνικού λαού, διά τον σεβασμόν προς την αλήθειαν, εξ υποχρεώσεως προς την ανάγκην να πληροφορηθούν κάποτε οι άνθρωποι ότι μόνον με τον σεβασμόν προς την αλήθειαν δυνάμεθα να επιβιώσωμεν εν ειρήνη και ελευθερία και θεωρών ότι οι υπεύθυνοι και ιδιοκτήται και αρχισυντάκται του περιοδικού δεν έχουν ευθύνην επί του δημοσιεύματος, το οποίον παρεισέφρησεν εις τας σελίδας των, τους καλώ, με εξουσιοδοτημένον αντιπρόσωπόν των, φέροντα εν συνοδεία και τον καταμηνυτήν, διά τον οποίον αναλαμβάνω και την κάλυψιν της ελευθερίας του και της ασφαλείας του και τα έξοδά του, να επισκεφθούν την χώραν, να ερευνήσουν την αλήθειαν αυτών τα οποία εδημοσίευσαν, και τους υπόσχομαι ότι τους υπευθύνους των τυχόν αληθειών τας οποίας θα διαπιστώσουν, θα τους εκτελέσω εις την Πλατείαν Συντάγματος, αναλαμβάνων απολύτως την ευθύνην».[1] (…)
Ένα μήνα αργότερα από την αρχική του δήλωση, ο Παπαδόπουλος σε άλλη συνέντευξη ανακαλούσε την αρχική του πρόσκληση: «Το περιοδικόν Look παρεξήγησε την πρόσκλησίν μου, η οποία ευθέως ανεφέρετο εις δημοσιογραφικήν έρευναν. Ενόμισε το περιοδικόν ότι του εζήτησα να στείλει εξεταστικήν των πραγμάτων επιτροπήν και μάλιστα επιτροπήν συγκροτουμένην από πρόσωπα τα οποία εκ της μέχρι τούδε, επί διετίαν, ιστορίας των, έχουν αποδείξει την προκατάληψίν των εναντίον μας και έχουν πάρει την θέσιν των συκοφαντών μας. Δι’ επιστολής διηυκρινίσθη εις το "Look" ότι εμμένω εις την θέσιν, ότι είμαι έτοιμος να δεχθώ τον οιονδήποτε δημοσιογράφον διά δημοσιογραφικήν έρευναν και μόνον».[2]
Τι μεσολάβησε μεταξύ των δύο δηλώσεων του Παπαδόπουλου; Μα η κατάθεση του Κοροβέση στις 16.6.1969 ενώπιον της υποεπιτροπής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, η οποία εξέταζε τη λεγόμενη «Ελληνική Υπόθεση», μετά από προσφυγές τεσσάρων ευρωπαϊκών κρατών εναντίον της Ελλάδας (Δανία, Νορβηγία, Σουηδία, Ολλανδία), με την κατηγορία της παραβίασης της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα από το καθεστώς της χούντας. Η κατάθεση του Κοροβέση που καταλαμβάνει στην περιληπτική της μορφή 17 σελίδες στον επίσημο τόμο που εκδόθηκε για την υπόθεση έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αποκάλυψη του πραγματικού προσώπου και των μηχανισμών επιβολής του δικτατορικού καθεστώτος και μαζί με άλλες μαρτυρίες και ντοκουμέντα που δημοσιοποιήθηκαν τότε, υποχρέωσε τη χούντα να αποσυρθεί από το Συμβούλιο της Ευρώπης, προκειμένου να αποφύγει την ατιμωτική αποπομπή.[3]
Οι αποκαλύψεις του περιοδικού Look απασχόλησαν και το αμερικανικό Κογκρέσο, όπου καταγράφηκε η αρχική πρόσκληση του Παπαδόπουλου, και μάλιστα με έγγραφο της ελληνικής πρεσβείας της Ουάσιγκτον, καθώς και η απάντηση του περιοδικού, το οποίο ανακοίνωσε ότι θα επισκεφτούν την Ελλάδα ο συντάκτης του άρθρου Christopher S. Wren, ο φωτογράφος Thomas R. Koenig, ο δικηγόρος James Becket, και το μέλος του Κογκρέσου Donald Edwards.[4] Λίγες μέρες αργότερα, ο Παπαδόπουλος υπαναχώρησε άτακτα, ομολογώντας εμμέσως την αλήθεια των καταγγελλομένων.
[1] Νέα Πολιτεία, 8.6.1969.
[2] Νέα Πολιτεία, 13.7.1969.
[3] Yearbook of the European Convention on Human Rights, 1969, The Greek Case, Martinus Nijhoff, Χάγη 1972, σ. 274-291.
[4] Congressional Record Senate, 26.7.1969, σ. 7284.