σύνδεση

H φωνή κάθε ανθρώπου έχει μια γωνιά αλήθειας

H φωνή κάθε ανθρώπου έχει μια γωνιά αλήθειας Ο Τζον Έντγκαρ Γουάιντμαν.

 

 

 

John Edgar Wideman, Writing to Save a Life: The Louis Till File [Γράφοντας για να σώσω μια ζωή. Ο φάκελος Λούις Τιλ[1]], Scribner, 2016, 208 pp.

 

 

Το αρχικό γεγονός
Τον Ιούλιο του 2018 δημοσιεύτηκε στους New York Times η είδηση πως η κυβέρνηση των ΗΠΑ είχε ήδη αρχίσει ενέργειες για την αναψηλάφηση της δίκης σχετικά με τη δολοφονία ενός 14χρονου Αφροαμερικανού, του Έμετ Τιλ, το καλοκαίρι του 1955 – εξήντα τρία σχεδόν χρόνια μετά το θάνατό του. Σύμφωνα με το Υπουργείο Δικαιοσύνης, είχαν ανακύψει καινούργια στοιχεία για την υπόθεση.

Το καλοκαίρι του 1955 ο 14χρονος Έμετ Τιλ βρήκε μαρτυρικό θάνατο στο Μάνεϊ του Μισισίπι επειδή υποτίθεται πως είχε παρενοχλήσει μια λευκή γυναίκα, την Κάρολαϊν Μπράιαν Ντόναμ. Χωρίς να έχει καν αποσαφηνιστεί αν όντως ο Έμετ Τιλ την παρενόχλησε ή πώς την παρενόχλησε, διότι η γυναίκα άλλαζε διαρκώς την περιγραφή του συμβάντος, ο λευκός σύζυγός της και ένας λευκός φίλος του αποφάσισαν να πάρουν τον νόμο στα χέρια τους και να δείξουν στον νεαρό, ο οποίος είχε έρθει από το «ανεκτικό» Σικάγο στο Μάνεϊ, στον βαθύ Νότο, για να επισκεφθεί συγγενείς του, ότι «το Μάνεϊ δεν είναι Σικάγο» ή Λος Άντζελες ή Νέα Υόρκη. Τον απήγαγαν μες στη νύχτα από το σπίτι των συγγενών του, με την αρχική σκέψη –όπως δήλωσαν εκ των υστέρων στην κατάθεσή τους– να τον φοβερίσουν, τελικά όμως μετά από άγριο ξυλοδαρμό τον πυροβόλησαν στο κεφάλι, του έδεσαν στον λαιμό με συρματόπλεγμα έναν θηριώδη ανεμιστήρα από εκκοκκιστήρια μπαμπακιού και τον πέταξαν στον ποταμό Ταλαχάτσι.

Όταν ανασύρθηκε το πτώμα, η Πολιτεία του Μισισίπι επέμεινε να ταφεί επιτόπου, η μητέρα του παιδιού όμως επέμεινε, και το πέτυχε, να σταλεί το σώμα του γιου της στο Σικάγο. Η Πολιτεία του Μισισίπι αναγκάστηκε να υποκύψει. Έστειλε στο Σικάγο το φέρετρο με τα υπολείμματα του Έμετ Τιλ, σφραγισμένο, με τη σφραγίδα της Πολιτείας, με προοπτική να ταφεί χωρίς να ανοιχτεί. Η μητέρα όχι απλώς άνοιξε το φέρετρο, αλλά αποφάσισε να γίνει η λειτουργία και η ταφή σε φέρετρο με γυάλινο κάλυμμα. «Θέλω να δει ο κόσμος όλος τι του έκαναν του μωρού μου», δήλωσε. Και ο κόσμος όλος, είτε με τη φυσική παρουσία του στην κηδεία –στην οποία, όπως υπολογίστηκε, έδωσαν το παρών 50.000 άτομα– είτε από την τηλεόραση και τις εφημερίδες, αντίκρισε ένα εφηβικό σώμα και κυρίως ένα πρόσωπο που δεν είχε πια τίποτε το ανθρώπινο. Η αφροαμερικανική κοινότητα εξαγριώθηκε και αποφάσισε να αντιδράσει. Τα εμπρηστικά κηρύγματα του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ είχαν αρχίσει να πιάνουν τόπο. «Την περασμένη εβδομάδα», κήρυττε ένα χρόνο πρωτύτερα σε πασίγνωστη ομιλία του στο Μοντγκόμερι, «ένας λευκός έφαγε πρόστιμο γιατί σκότωσε ένα κουνέλι εκτός κυνηγετικής περιόδου. Αν βέβαια σκότωνε Νέγρο, δεν θα έτρεχε τίποτα. Διότι στην Αλαμπάμα οι αράπηδες είναι πάντα εντός περιόδου… Και θα σας πω γιατί δεν τρέχει τίποτα άμα σκοτώνουν Νέγρο. Γιατί οι υπόλοιποι Νέγροι κάθονται σε μια άκρη και κοιτάνε».

Τέλη του 1955, λίγους μήνες μετά την κηδεία του Έμετ Τιλ, η μετέπειτα πασίγνωστη ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των μαύρων Ρόζα Παρκς θα αρνηθεί, παρά την επιμονή του οδηγού του λεωφορείου, να παραχωρήσει τη θέση της σε λευκό άντρα που στεκόταν όρθιος. Ήταν το έναυσμα για το ομαδικό μποϊκοτάζ των μαύρων στον Οργανισμό Συγκοινωνιών, που κράτησε ένα χρόνο και ήταν ισχυρότατο οικονομικό πλήγμα για την εταιρεία. Σε συζήτηση με τη μητέρα του Έμετ Τιλ, η Παρκς είπε, σύμφωνα με μαρτυρία της ίδιας της κυρίας Τιλ, πως αυτό που λειτούργησε καταλυτικά εκείνη τη στιγμή για την άρνησή της ήταν η εικόνα του προσώπου του Έμετ, όπως είχε δημοσιευτεί λίγους μήνες πριν στο ευρείας κυκλοφορίας μεταξύ των Αφροαμερικανών περιοδικό Jet. Το μη-πρόσωπο.[2]

Η δίκη των ενόχων προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον στις ΗΠΑ. Οι δύο κατηγορούμενοι αρνήθηκαν πως είχαν οποιαδήποτε σχέση με τη στυγερή δολοφονία. Παραδέχτηκαν μόνον την απαγωγή, κι αυτό επειδή είχαν αναγνωριστεί από τους συγγενείς του θύματος. Το γεγονός ότι η παρενοχληθείσα κυρία άλλαζε διαρκώς την περιγραφή της παρενόχλησης δεν έκανε κανενός το αυτί να ιδρώσει. Είναι ενδεικτικό ότι ένα μέρος της κατάθεσής της έγινε όχι απλώς κεκλεισμένων των θυρών αλλά και χωρίς την παρουσία των ενόρκων, για να μην έρθει η μάρτυρας σε δύσκολη θέση. Η ετυμηγορία των αποκλειστικά λευκών ενόρκων ήταν η αναμενόμενη: οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν λόγω ελλείψεως στοιχείων.

Enter Ghost
Το καλοκαίρι του 1955 ο Τζον Έντγκαρ Γουάιντμαν ήταν κι αυτός δεκατεσσάρων χρονών. Κι αυτός μαύρος. Η φωτογραφία του Έμετ Τιλ στο περιοδικό Jet τον στοίχειωσε, «μπήκε στη ζωή μου με αιφνίδια, ανεξίτηλη ακρίβεια», όπως γράφει. «Το πρόσωπό του ήταν παραμορφωμένο, ίδιο μαύρο σκαθάρι που το ’λιωσε αντίχειρας». Έκτοτε, για πενήντα περίπου χρόνια συγκέντρωνε ό,τι είχε σχέση με τη δίκη, σκοπεύοντας να ανασυνθέσει το κλίμα της εποχής και να γράψει ένα μυθιστόρημα με θέμα τον Έμετ Τιλ.

Μελέτησε τα πρακτικά της δίκης –άκρως αποκαλυπτικά για τη σπουδή με την οποία εξαφανιζόταν το όποιο επιβαρυντικό στοιχείο για τους κατηγορούμενους–, συγκέντρωσε αμέτρητα αποκόμματα από εφημερίδες και περιοδικά, και μέσα σε όλα αυτά ανακάλυψε κάτι πολύ ενδιαφέρον σχετικά με τη δίκη: η αθώωση των δολοφόνων του Τιλ είχε προκαλέσει δυσαρέσκεια και αμηχανία στα ανώτατα κλιμάκια της Δικαιοσύνης. Θεωρήθηκε πως οι δύο ένοχοι, οι οποίοι είχαν αναγνωριστεί από τους συγγενείς του Έμετ ως οι υπεύθυνοι της απαγωγής, δεν ήταν δυνατόν να αποχωρήσουν αβρόχοις ποσί, χωρίς καμιά τιμωρία. Εφόσον είχαν υποχρεωθεί εκ των πραγμάτων να παραδεχτούν πως ήταν οι απαγωγείς του Έμετ, έπρεπε να παραπεμφθούν εκ νέου με την κατηγορία της απαγωγής.

Όμως δύο εβδομάδες πριν από την καθορισμένη ημερομηνία σύγκλησης του σώματος των ενόρκων, που θα αποφάσιζαν για την παραπομπή των δύο ενόχων σε νέα δίκη με την κατηγορία της απαγωγής, έκανε την εμφάνισή του το φάντασμα. Άγνωστο πώς, στον Τύπο διέρρευσαν πληροφορίες από τον χαρακτηρισμένο ως απόρρητο υπηρεσιακό φάκελο του Λούις Τιλ, πατέρα του Έμετ, από την περίοδο της στρατιωτικής του θητείας που έληξε άδοξα το 1945: ο Λούις Τιλ δεν ήταν ο γενναίος στρατιώτης του Στρατού των ΗΠΑ που θυσιάστηκε μαχόμενος για την πατρίδα στην Ιταλία, όπως πίστευε η οικογένειά του. Η στρατιωτική δικαιοσύνη τον καταδίκασε σε θάνατο δι’ απαγχονισμού με την κατηγορία του βιασμού και του φόνου σε ιταλικό έδαφος. Ο Λούις Τιλ είχε εκτελεστεί στις 2 Ιουλίου 1945. Διά ταύτα: το σώμα των ενόρκων στην Πολιτεία Μισισίπι αρνήθηκε να παραπέμψει τους δολοφόνους του γιου του με την κατηγορία της απαγωγής – προφανώς για οποιοδήποτε αδίκημα.

Enter Writer
Τελικά ο Τζον Έντγκαρ Γουάιντμαν έγραψε το βιβλίο για τον Έμετ Τιλ. Όχι μυθιστόρημα. Ούτε αποκλειστικά για τον Έμετ Τιλ. Αλλά ένα βιβλίο ιδιόμορφο, που δεν κατατάσσεται σε συγκεκριμένη κατηγορία: δεν είναι μυθιστόρημα, δεν είναι δημοσιογραφική έρευνα, δεν είναι αναμνήσεις από μια εποχή, δεν είναι ιστορία προσωπική, φυλετική, εθνική. Είναι ένα χειμαρρώδες κείμενο που περνάει αβίαστα από το προσωπικό στο συλλογικό, από την ανάμνηση στο γεγονός, από το παραμύθι στην ποίηση. Σ’ αυτή τη φαινομενικά αλλοπρόσαλλη δομή οφείλεται, μετά το αρχικό ξάφνιασμα, το αδιάπτωτο ενδιαφέρον που προκαλείται στον αναγνώστη.

Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη: 1. Λούις Τιλ. 2. Ο φάκελος. 3. Τάφοι. Ο Λούις Τιλ αναπόφευκτα θα βρεθεί από νωρίς στο προσκήνιο, αφού εξαιτίας μιας τυχαίας αναφοράς στα πρακτικά της δίκης ο ερευνητής-συγγραφέας ωθείται να μετατοπίσει σιγά σιγά το κέντρο βάρους από την τραγωδία του Έμετ στην τραγωδία του Λούις. Και όχι μόνον από τον Τιλ γιο στον Τιλ πατέρα, αλλά και από τον κάθε έγχρωμο γιο στον κάθε έγχρωμο πατέρα. «Το δαχτυλίδι, (είναι) η υπόμνηση ότι ο Έμετ Τιλ, όπως κι εγώ, είχε πατέρα. Τον Τιλ πατέρα, τον οποίο, μέχρι τότε, εγώ δεν είχα λάβει σοβαρά υπόψη μου. Έναν έγχρωμο πατέρα που είχε ανακληθεί από τον κόσμο των νεκρών για να απαλλάξει τους λευκούς που είχαν βασανίσει και σκοτώσει τον γιο του».

Οπωσδήποτε η ταύτιση του συγγραφέα με τον Έμετ Τιλ είναι καίρια για την πρόσληψη του βιβλίου. Συνομήλικοι, έφηβοι, με τα αναπόφευκτα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, δίνουν τη δυνατότητα στον Γουάιντμαν να σκιαγραφήσει με αδρές πινελιές τη ζωή ενός μαύρου έφηβου της εποχής. Αναμφίβολα σημαντική πάντως είναι και η ταύτιση του Λούις Τιλ με τον πατέρα Γουάιντμαν, όπως και της Μέιμι Τιλ με τη μητέρα Γουάιντμαν. Τα παιδιά μεγαλώνουν σ’ ένα περιβάλλον με πατέρες αψίκορους και μητέρες που πασχίζουν να συμμαζέψουν τα ασυμμάζευτα και ζουν με την καθημερινή αγωνία αν και σε τι κατάσταση θα ξαναδούν το βράδυ τον άντρα τους ή τον γιο τους. Όλοι τους ανεξαιρέτως αντιμετωπίζονται σαν υποδεέστερο είδος, και το έχουν αποδεχτεί. Πολίτες δεύτερης κατηγορίας, που ανά πάσα στιγμή ο λευκός μπορεί να τους εξευτελίσει, ακόμη και να τους σκοτώσει και να μείνει ατιμώρητος. (Αυτό άλλωστε δεν υπονοεί και η αποστροφή από το κήρυγμα του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ;). Μπορεί να δικαστούν και να καταδικαστούν με συνοπτικές διαδικασίες χωρίς να έχει αποδειχτεί με στοιχεία η ενοχή τους. (Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, το 85% των ανδρών που εκτελέστηκαν ανά την Ευρώπη και τη Βόρειο Αφρική στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου με τις κατηγορίες του βιασμού και φόνου ήταν Αφροαμερικανοί). Ο ρατσισμός εκδηλωνόταν από το πού θα κάθονταν να φάνε ένα παγωτό μέχρι την απαράδεκτη και ύποπτη κατάσταση ενός προσωπικού στρατιωτικού φακέλου. Ο ρατσισμός του κράτους διαχεόταν και ενίσχυε τον ρατσισμό του κοινωνίας. Οι στρατιωτικές αρχές απέφευγαν να εντάξουν μαύρους σε μάχιμη υπηρεσία κατά τη διάρκεια του πολέμου. Χαρακτηριστική είναι μια φράση σε προσχέδιο στρατιωτικού εγγράφου των ΗΠΑ που εστάλη στον πρόεδρο Ρούσβελτ προς υπογραφή: «Πολιτική του Υπουργείου Αμύνης είναι η μη ανάμιξη εγχρώμου και λευκού προσωπικού … στο ίδιο σύνταγμα. Η πολιτική αυτή έχει επί μακρόν αποδώσει ικανοποιητικά αποτελέσματα και μία τυχόν αλλαγή την παρούσα χρονική στιγμή θα είναι καταστρεπτική για το φρόνημα και επιζήμια για την προετοιμασία της εθνικής άμυνας».

Κατ’ επέκταση, κάτω από έντυπη ανακοίνωση σε πόρτα στρατώνα στο Φορτ Χουντ του Τέξας –«Συστήνεται σε όλους τους άνδρες να φέρονται με σεβασμό (στους έγχρωμους στρατιώτες) αλλά να μην καλλιεργούν φιλίες μαζί τους»– υπήρχε μια σημείωση γραμμένη με το χέρι: «Προς το συμφέρον όλων, μην τους πλησιάζετε καθόλου».

Ο Γουάιντμαν δεν τρέφει αυταπάτες ως προς τον Λούις Τιλ – και πολλούς άλλους Λούις Τιλ. Δεδομένου μάλιστα ότι στο άμεσο οικογενειακό του περιβάλλον ο μεσαίος γιος του, Τζέικομπ Γουάιντμαν, και ο αδελφός του, Ρόμπι Γουάιντμαν, έχουν καταδικαστεί σε ισόβια, για φόνο ο πρώτος, για ληστεία μετά φόνου ο δεύτερος, δεν αντιμετωπίζει τον Λούις Τιλ σαν αθώα περιστερά. Άλλωστε και ο τρόπος που σκιαγραφεί τον Τιλ στην καθημερινότητά του, όπως και η εναργής περιγραφή της φοβερής βραδιάς των βιασμών και του φόνου τότε στη Ιταλία, δεν αφήνουν περιθώρια να αποκλειστεί εντελώς το ενδεχόμενο να είχε και ο Τιλ σοβαρή ανάμιξη. Εκείνο που ζητάει ο Γουάιντμαν καταθέτοντας, εν έτει 2016, τούτο το συγκλονιστικό, πρωτότυπο και τόσο συγκινητικό βιβλίο είναι να αναγνωριστεί ως δικαίωμα όλων των πολιτών, ανεξαρτήτως χρώματος, να κρίνονται υπό την προστασία των αυστηρών διατάξεων για δίκαιη δίκη, όπως τις θέτει το Σύνταγμα. Δεν παρατίθεται τυχαία η χρονιά της έκδοσης του βιβλίου, μια που τα τελευταία χρόνια πολλές παλαιότερες δικαστικές αποφάσεις επανεξετάζονται και η τότε ετυμηγορία αποδεικνύεται λανθασμένη.

Οι καταδικασθέντες σε θάνατο στρατιώτες στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν στην πλειονότητά τους έγχρωμοι και οι ένορκοι, μέχρι το 1945, αποκλειστικά λευκοί. Συνέβαινε στις δίκες να μην παρίσταται δικηγόρος του κατηγορουμένου ή αν παρίστατο ήταν λευκός, συχνά με φιλοδοξίες για πολιτική ανέλιξη. Το ίδιο ίσχυε και για τους έγχρωμους πολίτες. Χαρακτηριστική η τραγική περίπτωση του 14χρονου Αφροαμερικανού Τζορτζ Στίνεϊ, που καταδικάστηκε σε θάνατο το 1944 για το φόνο δύο κοριτσιών ηλικίας 11 και 7 ετών, δικάστηκε παρουσία των λευκών ενόρκων, χωρίς δικηγόρο, χωρίς καν τους γονείς του, η δίκη διήρκεσε 2 ώρες και η ετυμηγορία –θάνατος στην ηλεκτρική καρέκλα– εκδόθηκε μέσα σε δέκα λεπτά. Πρόσφατα αποδείχτηκε με αδιαμφισβήτητα στοιχεία ότι το παιδί ήταν αθώο. Πρόσφατα η Κάρολαϊν Μπράιαν Ντόναμ, σε πολύ προχωρημένη πια ηλικία, άλλαξε για μία ακόμη φορά τα όσα είχε καταθέσει εναντίον του Έμετ Τιλ – θυμίζουμε ότι αρχικά είχε μιλήσει για φραστική προσβολή, κατόπιν για προσπάθεια του παιδιού να την αγγίξει σε συνδυασμό με χυδαία σεξουαλικά υπονοούμενα, αργότερα για προσπάθεια να της πιάσει το χέρι και κάπου μέσα σε όλα αυτά πως της είχε σφυρίξει πονηρά. Το 2008 δήλωσε πως ήταν «αναληθές» ότι ο Έμετ Τιλ είχε προσπαθήσει να την αγγίξει ή ότι είχε κάνει χυδαία σχόλια. Για να καταλήξει: «Τίποτε στη συμπεριφορά του παιδιού δεν δικαιολογεί τα όσα του συνέβησαν».

Μπροστά στους ανακριτές του ο Λούις Τιλ δεν έκανε την ελάχιστη δήλωση. Δεν απάντησε σε καμιά από τις ερωτήσεις που του έγιναν. Είχε επίγνωση πως ό,τι κι αν έλεγε, θα διαστρεβλωνόταν. Λέγεται πως τη μοναδική φορά που έσπασε τη σιωπή του, είπε στον ανακριτή: «Δεν έχει νόημα να σας πω ένα ψέμα και μετά να σηκωθώ στο δικαστήριο και να πω άλλο ένα».

Ως προμετωπίδα στο βιβλίο του ο Γουάιντμαν παραθέτει τη φράση «Κάθε ιστορία είναι αληθινή» από το μυθιστόρημα του Τσινούα Ατσέμπε Τα πάντα γίνονται κομμάτια.[3]  Όταν σε συνέντευξη τον ρώτησαν τι ακριβώς εννοεί μ’ αυτή τη φράση, η οποία ανάγεται στην αρχαία φυλή των Ίγκμπο, απάντησε: «Είναι φανερό ότι πρόκειται για ένα είδος σχετικότητας – πως η φωνή του κάθε ανθρώπου έχει βάρος και δύναμη και μια γωνιά αλήθειας. Απ’ αυτή την άποψη, είναι βαθύτατα δημοκρατική. Αυτό είναι η αληθινή δημοκρατία. Από μια άλλη άποψη παραπέμπει σε άπειρους αντικατοπτρισμούς, λόγω της σχετικότητας την οποία υπαινίσσεται. Σύμφωνοι, κάθε ιστορία είναι αληθινή. Μου λέτε μια ιστορία στην οποία ο Τζορτζ Ουάσινγκτον είναι ήρωας· κάποιος άλλος μου λέει μια άλλη όπου είναι κακούργος. Πού είναι η αλήθεια; … Αν μου αρέσει κάτι σ’ αυτή τη φράση είναι ότι μετατοπίζει την αλήθεια από το κέντρο – την κατακερματίζει. Την τοποθετεί υπό το φως της πολλαπλότητας, των πολλών φωνών ως μιας έννοιας την οποία είναι αδύνατον να προσεγγίσεις αν δεν έχεις στη διάθεσή σου ένα μωσαϊκό από φωνές».[4]

Ο Λούις Τιλ ήξερε εξαρχής πως όποια ιστορία και να έλεγε, δεν θα αντιμετωπιζόταν ποτέ σαν αληθινή. Κλείνοντας το βιβλίο ο αναγνώστης, αναπόφευκτα θα αναλογιστεί τον περίτεχνο και πολύπλοκο τρόπο με τον οποίο ο Γουάιντμαν χειρίζεται το υλικό του. Ανάμεσα στα βασικά γεγονότα παρεισφρέουν αμέτρητες ιστορίες, σαν αντικατοπτρισμοί σε πολλαπλά κάτοπτρα, η ζωή των Τιλ, η ζωή των Γουάιντμαν, η ζωή των Αφροαμερικανών του Νότου, ο Κλέμεντ και το κουρείο, ο Έζρα Πάουντ, η Λατρίσα και ο Μπιγκ Τζιμ, καθημερινές ιστορίες που διεκδικούν να τις ακούσει ένα αυτί και να τις δεχτεί έστω και εν μέρει ως αληθινές.

****************

«Τίποτα δεν βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια απ’ όσο η αλήθεια, όμως –για να λέμε την αλήθεια– ούτε καν η ίδια η αλήθεια είναι κοντά στην αλήθεια. Γι’ αυτό φτιάχνουμε ιστορίες. Ως ο συγγραφέας που αναζητεί στοιχεία για τον Λούις Τιλ, θα θεωρήσω δεδομένα ορισμένα δικαιώματα – το ποιητική αδεία είναι ίσως ακριβέστερο. Παίρνω το ρίσκο να αφήσω την ιστορία μου να εισχωρήσει στις αληθινές ιστορίες των άλλων. Και για να μην αδικήσω κανέναν, αφήνω τις αληθινές ιστορίες των άλλων να επωφεληθούν από τη δική μου».
Τζον Έντγκαρ Γουάιντμαν


 

 

[1] Το βιβλίο του Τζον Έντγκαρ Γουάιντμαν θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Πόλις.

[2] Jeanne Theoharis, The Rebellious Life of Mrs Rosa Parks, Beacon Press, Boston, 2013, pp. 43, 45, 55, 62.

[3] Στα ελληνικά το εν λόγω έργο του Chinua Achebe κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Α. Α. Λιβάνη σε μετάφραση Κατερίνας Χαλμούκου (2018).

[4] Conversations with John Edgar Wideman, p. 198, University Press of Mississippi, Jackson, 1998.