Αρκάς, Τα παιδικά χρόνια ενός πρωθυπουργού, εκδόσεις «Πρώτο Θέμα», Αθήνα 2019, σελ. 64
Το χιούμορ είναι ένα φευγαλέο πράγμα, όπως το ουράνιο τόξο. Και όμως, η μελέτη του χρωματικού φάσματος μας πρόσφερε τις ενδείξεις για τη θεμελιακή δομή της ύλης.
Άρθουρ Καίσλερ, Η πράξη της δημιουργίας
Με την ταινία Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν, ο Αντρέι Ταρκόφσκι κέρδισε τον χρυσό λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας το 1962. Με τις γελοιογραφίες της σειράς Τα παιδικά χρόνια ενός πρωθυπουργού, ο Αρκάς κέρδισε την εχθρότητα λογίων κυριών και σκληροτράχηλων Συριζαίων.
Βεβαίως, ο Ταρκόφσκι παρουσίαζε, με ασύγκριτη για το σινεμά της εποχής εικαστική ευαισθησία, ένα δωδεκάχρονο αγόρι που επέμενε να πολεμήσει με τον Κόκκινο Στρατό ενάντια στην εισβολή της Βέρμαχτ στην ΕΣΣΔ, αντί να συμβιβαστεί με τις αδυναμίες της ηλικίας του και να επιβιώσει. Με τη χαρακτηριστική λιτότητα των σκίτσων του, από την άλλη μεριά, ο Αρκάς παρουσιάζει ένα αγόρι παρόμοιας ηλικίας, αλλά αντιπαθές επειδή είναι γεμάτο έπαρση για το ένδοξο μέλλον του. Ακόμη, ο νεαρός ήρωας του Ταρκόφσκι δείχνει συγκινητική φιλομάθεια, αφού ρίχνεται στο διάβασμα σε κάθε ανάπαυλα μάχης, ενώ ο νεαρός του Αρκά παραμελεί τα σχολικά καθήκοντα και προαναγγέλλει ακατάπαυστα την κατάκτηση της πρωθυπουργίας από μέρους του, απολύτως αναίσθητος απέναντι στις ανεπάρκειές του.
Η σύγκριση των δύο «παιδικών χρόνων» θα μπορούσε να επεκταθεί και άλλο. Πρόκειται όμως, όπως οφείλω να ομολογήσω, για ολοφάνερα υπερβολική σύγκριση. Τολμώ εντούτοις να την κάνω, αφού όποτε γίνεται λόγος μπροστά σε στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ για μια κυβέρνηση που κατέστη πλέον «κυβέρνηση κουρελού», όλοι τους απαντούν, σχεδόν αυτολεξεί, ότι «η κουρελού είναι μια λαϊκή επινόηση που στόλισε για αιώνες φτωχά νοικοκυριά, διαθέτοντας επιπλέον και οικολογικά προσόντα»! Μετά από τέτοιο λογικό άλμα –από την «κουρελού» ως σύμβολο ανομοιογένειας, η οποία σίγουρα δεν αποτελεί κυβερνητικό πλεονέκτημα, στην κουρελού ως σεβάσμιο παραδοσιακό στολίδι, που αναντίρρητα υπήρξε– νομίζω ότι κανείς δεν δικαιούται να μεμφθεί οποιοδήποτε αντισυριζαϊκό επιχείρημα για άλματα λογικής ή υπερβολικές συγκρίσεις.
Στο ίδιο πνεύμα, λογικών ανακολουθιών κι απεριόριστου θαυμασμού προς τις λαϊκές επινοήσεις, είμαι βέβαιος ότι τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ θα αξιολογούσαν το λαϊκό παραμύθι με τα «Τρία γουρουνάκια» ως απείρως ανώτερο από το θεατρικό έργο του Τσέχοφ Τρεις αδελφές. Δεδομένου ότι το ένα παρουσιάζει τρία φτωχά πλάσματα που ψάχνουν ασφαλή στέγη, ενώ το άλλο παρουσιάζει τρεις φαντασμένες αστές που ονειροπολούν μοσχοβίτικα μεγαλεία[1].
Πώς, όμως, να μην μπλέκουν σε ανακολουθίες οι υποστηρικτές του ΣΥΡΙΖΑ, όταν το μεγαλύτερο ατού του κόμματος είναι ταυτόχρονα κορυφαίο ελάττωμά του; Διότι, παρά τη διεθνή γοητεία του, ο Α. Τσίπρας παραμένει σφόδρα αντιπαθής εδώ για πολλούς. Και δεν το οφείλει αυτό στις ανεπάρκειές του (είχαμε κι άλλους ανεπαρκείς πρωθυπουργούς) ούτε στην ανεντιμότητά του (η εντιμότητα δεν αποτελεί κατεξοχήν γνώρισμα πολιτικού). Είναι αντιπαθής για την έφεσή του να διαστρέφει ανεπάρκειες και ανεντιμότητα σε οίηση. Περιχαρής που τα «καταφέρνει», ανεξαρτήτως του τι σημαίνουν για το σύνολο της κοινωνίας οι προσωπικοί του θρίαμβοι. Κι αυτό που, κατ’ επέκταση, μετατρέπει την αντιπάθεια σε απελπισία είναι ότι μεγάλο μέρος της κοινωνίας εξακολουθεί να μην φρικιά μπροστά σ’ αυτούς τους προσωπικούς θριάμβους ενός επιτήδειου δημοκόπου.
Οι καλύτερες στιγμές του Α. Τσίπρα, μόλις έγινε αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, φάνηκε να είναι οι καταγγελτικές αγορεύσεις. Όταν με πρόδηλη αυτοπεποίθηση περνά από τον εμπαιγμό σε δριμείες κατηγορίες των αντιπάλων του ως ανάλγητων αντιδραστικών, ακροδεξιών ή και φασιστών. Δεν αρκείται να δείξει πως έχουν άδικο. Αποσκοπεί στο να τους ταπεινώσει και να τους κατατροπώσει.
Και είναι οι καλύτερες στιγμές του, αυτές, γιατί εκφράζουν αυθεντικά όσους αποδίδουν σε σκοτεινές συνωμοσίες την εξήγηση των δυσχερειών τους ή αναζητούν οι ίδιοι κατεργαριές που θα τους εξασφαλίσουν συνθήκες διαρκούς και αμέριμνου γλεντοκοπήματος. Δεν έχει σημασία αν οι εμπαιγμοί του στηρίζονται σε απύθμενη κακοπιστία ή οι καταγγελίες του μένουν συνήθως ατεκμηρίωτες. Σημασία έχει ότι εκφέρονται στον σωστό τόνο. Τόνο που διεγείρει τη χαμέρπεια και συμπυκνώνει τον φθόνο προς κάθε πλούτο (ανέντιμα ή έντιμα αποκτημένο), όπως και προς κάθε μικρή ή μεγάλη πνευματική υπεροχή. Χαρίζοντας φαντασιακή εκδίκηση στη λαϊκή οργή, ακόμη και στην πιο αναίτια, αντί να ωθεί σε παραγωγικές προοπτικές.
Η γελοιογραφία που συνοψίζει τέλεια αυτή την αχρείαστη δεινότητα του νυν πρωθυπουργού είναι με τη δασκάλα να επιπλήττει τον μέλλοντα πρωθυπουργό, γιατί ήρθε «πάλι αδιάβαστος στο μάθημα». Εκείνος δείχνει αμέσως προς την τάξη και θυμίζει: «Αυτός εκεί πριν δυο μήνες μιλούσε στο μάθημα κι εκείνος πέρυσι πέταξε μια σαΐτα». Για να κλείσει με την ερώτηση-μομφή: «Τα ξεχάσαμε;». Αυτομάτως, οι δικές του ελλείψεις περνούν στο περιθώριο, επειδή κάποιοι άλλοι μπορεί να είναι υπόλογοι για εντελώς άσχετα παραπτώματα. Πρόκειται για ειδοποιό χαρακτηριστικό του ΣΥΡΙΖΑ: όχι τι μπορούμε να κάνουμε για να επανορθώσουμε ανεπάρκειες ενός καθυστερημένου και γραφειοκρατικού κρατικού μηχανισμού, μα ποιους μπορούμε να τιμωρήσουμε για τα χάλια του. (Τέσσερα χρόνια αόκνων ερευνών του κυρίου Πολάκη αφιερώθηκαν στον εντοπισμό ενοχών των πολιτικών αντιπάλων, όχι στην καλύτερη οργάνωση του συστήματος Υγείας.)
Τη μόνη, κατά τη γνώμη μου, εξήγηση για την αποδοχή της εμφανούς ανεντιμότητας του ΣΥΡΙΖΑ από ένα διόλου ευκαταφρόνητο, ακόμη, ποσοστό ψηφοφόρων, τη δίνει η βαθιά ανηθικότητα της ίδιας της ελληνικής κοινωνίας. Λίγο γλείψιμο, λίγο νταηλίκι και η καριέρα μου εντάσσονται στις τεχνικές κοινωνικής ανόδου παντού στον κόσμο, αλλά στη χώρα μας παραγίνεται. Σημασία έχει να τα «καταφέρει» κάποιος. Τι θα μετέλθει γι’ αυτό τον σκοπό, εφόσον τα «καταφέρει», είναι αμελητέο. Δεν έχω δει πολλούς πλούσιους να τους περιφρονούν οι ισχυροί, κι ακόμη λιγότερο οι αδύναμοι, επειδή η προέλευση του πλούτου τους μένει ηθικά ύποπτη.
Μία από τις πιο εύστοχες γελοιογραφίες της σειράς είναι εκείνη στην οποία ο μέλλων πρωθυπουργός, με πολύ σοβαρό ύφος, προτείνει στο παιδάκι που στέκει απέναντί του κρατώντας μια μπάλα: «Αν μου δώσεις τη μπάλα σου, θα σε πάω βόλτα με τον φτερωτό μου γάιδαρο». Όλη η πολιτική κριτική βρίσκεται στο αγλαϊσμένο ύφος με το οποίο το παιδί με τη μπάλα δέχεται την ανταλλαγή, μη πιστεύοντας στην καλοτυχία του και ρωτώντας: «αλήθεια;». Το χιούμορ είναι εξαιρετικό, αλλά το πραγματολογικό βεληνεκές του δεν καλύπτει τα ποσοστά ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν επρόκειτο για τόσο αφελείς, αγλαϊσμένους απέναντι στην έλευση της «ελπίδας». Ασφαλώς υπήρχαν κάποιοι που περίμεναν «βόλτες με φτερωτό γάιδαρο», μα οι πιο πολλοί έσπευδαν να αρπάξουν καλές ευκαιρίες ή να ευνοηθούν από όσους άρπαζαν καλύτερες.
Βουλευτές και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ υπερηφανεύονται γιατί οι αντίπαλοί τους υπολόγιζαν σε «αριστερή παρένθεση» κι αυτοί συμπλήρωσαν τέσσερα χρόνια. Ξεχνούν ότι το κόμμα τους πράγματι αποτέλεσε «αριστερή παρένθεση». Από Ιανουάριο μέχρι Ιούλιο του 2015. Ενόσω απειλούσε με αποχώρηση από την Ευρώπη έναν Σόιμπλε που αυτό ακριβώς προέκρινε. Η «απειλή» ήταν σαν απαγωγή της γυναίκας κάποιου εκατομμυριούχου, ενώ αυτός ετοιμάζεται να γίνει συζυγοκτόνος. Πρέπει να είναι πολύ άτυχος ή πολύ βλαξ ο απαγωγέας. Δεν ήταν όμως απειλή – θέατρο ήταν. Τον Αύγουστο, οι αυθεντικοί αμβλύνοες αποχώρησαν από τη σκηνή. Στο τέλος της παράστασης έμειναν μόνο οι συνειδητοί υποκριτές. Παίζοντας εν πλήρει αναισχυντία με τα εν ου παικτοίς. «Ιδεολογία», «θεσμοί», «δικαιοσύνη», «αλληλεγγύη», έγιναν το μεγάλο πρόσχημα. Πίσω του, όπως αιώνες τώρα, λαμόγια και ημιμαθείς ματαιόδοξοι βρήκαν πρόσβαση σε ευμάρεια και κύρος.
Η κληρονομιά της οθωμανικής κατοχής αιώνων δεν εξαλείφεται τόσο εύκολα. Μπορεί το 1862, στο ανεξάρτητο πλέον βασίλειο της Ελλάδος, ο Στέφανος Ξένος να κάγχαζε την ιεραρχία του Σαραγιού με το μυθιστόρημα Ο Διάβολος εν Τουρκία, δεν ήταν όμως αρκετό, αυτό, για να στραφεί αλλού η ελληνική κοινωνία. «Ο υπερήφανος και σιδηρόφρων εις την επικράτειάν του Σατράπης», έγραφε ο Ξένος, «γίνεται διά μιάς δούλος τού κατ’ ολίγον ανωτέρου του, και προσφέρει προς αυτόν όλους τους υποκλινείς προσκυνισμούς, όλα τα θυμιάματα, τα οποία αυτός προ ολίγου εδεξιούτο υπό των υποδεεστέρων του».
Αυτή είναι η πεμπτουσία κάθε κοινωνίας καθηλωμένης σε προνεωτερικές συνθήκες. Κάθε κοινωνίας που δεν εξελίχθηκε παράλληλα με τη βιομηχανική επανάσταση και τον Διαφωτισμό. Που δεν ανέπτυξε μακρά εμπειρία από την αναγκαιότητα ορθολογικής οργάνωσης, ώστε ν’ αποδίδουν οι μηχανές ολοένα πιο άφθονα κι ανταμειπτικά για εργαζόμενους με αναγνωρισμένης αξίας θέση του καθένα στη συνολική λειτουργία, ούτε ξεπέρασε την πίστη σε θαυματουργικές παρεμβάσεις του θείου ή στη μεροληπτική υποστήριξη αρχόντων. Σε τέτοιου είδους κοινωνίες, που ντύθηκαν τη νεωτερικότητα σαν στολή καρναβαλιού, η ευνοιοκρατία δεν είναι κατάντημα, είναι ιδεώδες. Κι ο σεβασμός στους θεσμούς –το πρώτο υλικό συνοχής μιας δημοκρατικής κοινωνίας– μένει σε επίπεδο φεουδαρχικής αυθαιρεσίας ή σε επίπεδο κανόνων παιδικού παιχνιδιού (όπου κάθε ζαβολιά μπορεί να είναι ανεκτή, αν όχι και χαριτωμένη). Γι’ αυτό και η επιλογή του Αρκά, να στοχεύσει στην «παιδική» ελαφρότητα με την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζει την κοινοβουλευτική λειτουργία, γίνεται πολλαπλά εύστοχη.
Χαρακτηριστική και ιδιοφυής στην απλότητά της είναι η διπλή γελοιογραφία με την τραμπάλα. Στην πρώτη εικόνα, ο πρόθυμος χοντρός στηρίζει τον μελλοντικό ηγέτη στην ψηλή θέση, ώστε να κάθεται κι ο ίδιος στη χαμηλή πλευρά. Μέχρι που, στη δεύτερη εικόνα, ένας συμμαθητής με πράσινο μπλουζάκι κι ένας με πορτοκαλί χώνονται κάτω από την υπερυψωμένη πλευρά. Οπότε ο μέλλων πρωθυπουργός, με τη μονίμως λερωμένη από τις «κωλοτούμπες» κίτρινη μπλούζα του, μπορεί άνετα να στραφεί στον χοντρό και να τον προκαλέσει να φύγει «όποτε θέλει». Η αιχμή της γελοιογραφίας δεν έχει να κάνει με τον αναλώσιμο χοντρό. Εκεί που χτυπά, δικαίως και ευστόχως, είναι στην εθελόδουλη σπουδή με την οποία οι άλλοι δυο διατηρούν την ισορροπία της τραμπάλας. Αναμένοντας, με «υποκλινείς προσκυνισμούς», τους «προσκυνισμούς» που θα δεχθούν με τη σειρά τους, από εξίσου υστερόβουλους. Αρχής γενομένης με όσους τους ψηφίσουν.
Από την εποχή του Τζέιμς Γκίλρεϊ, στις δυο δεκαετίες μεταξύ 18ου και 19ου αιώνα, η πολιτική γελοιογραφία κατέστη η μέσω ενός σκίτσου σατιρικής υπερβολής έκφραση της πολιτικής άποψης του καλλιτέχνη. Κατά κανόνα, αυτή η έκφραση αποκτά νόημα εφόσον καυτηριάζει τη διαφθορά και τον αυταρχισμό των ισχυρών. Και τι πιο ισχυρό, σε οποιαδήποτε κοινωνία, από τους άρχοντές της; (Τον βρετανό πρωθυπουργό Γουίλιαμ Πιτ και τον Ναπολέοντα σατίριζε πρωτίστως ο Γκίλρεϊ.) Σάτιρα εναντίον καταπιεσμένων κι αδυνάμων θα ήταν αδιανόητη, ανάξια ακόμη και για βασιλικούς γελωτοποιούς.
Εκεί όμως, μ’ ένα κορυφαίο λογικό άλμα, βασίζονται όσοι κακίζουν τον Αρκά διότι άφησε θέματα πάνδημης αποδοχής για να στραφεί στην πολιτική γελοιογραφία. Το απολύτως ανορθολογικό επιχείρημα είναι ότι αφού ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρεί ακηλίδωτο το έμβλημα της αριστεράς –την υπεράσπιση καταπιεσμένων και αδυνάμων– κάθε σατιρική ή άλλη εκδήλωση κριτικής εναντίον του σημαίνει υποστήριξη των ισχυρών. Ακόμη κι αν το κόμμα έχει από χρόνια γίνει κυβέρνηση, ακόμη κι αν έχει πλέον την αστυνομία υπό τις διαταγές του, τη δικαιοσύνη υπό την επήρειά του, τη διαχείριση της κρατικής οικονομίας υπό την στρατηγική του. Εφόσον δηλώνει «αριστερά», όποια μέσα κι αν χρησιμοποιήσει, όση ανεντιμότητα κι αν δείξει, με ό,τι απατεώνες κι αν στελεχωθεί, θα μένει σταθερά στην πλευρά των αδυνάμων. Οι δε αντίπαλοί του, επειδή τον αντιπαλεύουν και μόνο, αξίζουν τον χαρακτηρισμό του ακροδεξιού, με ροπή προς τον φασισμό.
Σε τελευταία ανάλυση βέβαια, αν η μόνη επιλογή είναι μεταξύ απατεώνων, από τη μια, και φασιστών, από την άλλη, κάθε δημοκρατικός άνθρωπος υποχρεούται, ασυζητητί, να επιλέξει τους απατεώνες. Έστω με βαριά καρδιά. Αλλά το ότι η άλλη επιλογή αφορά ακροδεξιούς-φασίστες είναι κάτι που το διαβεβαιώνουν οι απατεώνες. Πόσο τοις μετρητοίς να πάρει κανείς τη διαβεβαίωση;
Τα παιδικά χρόνια ενός πρωθυπουργού είναι σύντομα. Σύντομα, λόγω ευάριθμων σκίτσων. Όχι, προφανώς, επειδή ο ήρωάς τους μεγάλωσε γρήγορα. Αν και ισχύει κι αυτό, μ’ έναν τρόπο. Η ανάρρηση στο αξίωμα του πρωθυπουργού στάθηκε τωόντι ταχύτατη. Γιατί να μη σταθεί; Μια ολόκληρη γενιά ψηφοφόρων, μεγαλωμένη εν μέσω δημοκρατικών ελευθεριών και σχετικής ευμάρειας, θεώρησε τις περικοπές της κρίσης κάτι σαν εισβολή χουντικών τανκς και τις πρώτες στερήσεις κάτι σαν τη μεγάλη πείνα τον χειμώνα του 1941. Όσοι ως μόνη λογοτεχνική κουλτούρα είχαν τον «Μικρό Ήρωα», είδαν στον Α. Τσίπρα έναν Γιώργο Θαλάσση. Με τον Π. Καμμένο να στέκει προσηκόντως δίπλα του, στον ρόλο του Σπίθα. Να προσφέρουν υποστήριξη στο δίδυμο ήταν σαν να έπαιρναν ανώδυνα μέρος στην εθνική αντίσταση. Κι έχουμε το «κλείσιμο του κύκλου» τώρα πια, στον βαθμό που ο Α. Τσίπρας βρέθηκε στη θέση που βρέθηκε χάρη στην κουλτούρα των κόμικς, αφού η απώλειά της επισφραγίζεται με ένα κόμικς επίσης.
Πρόκειται για ένα έργο του Αρκά που θα μείνει να συνοδεύει αυτή τη «φαρσική» επανάληψη, όπως σε κάθε ιστορική επανάληψη, της τραγικής εμφύλιας σύρραξης στο δεύτερο μισό της δεκαετίας 1940. Πολύ λιγότερο ολέθριας, ασφαλώς, μα εξίσου αχρείαστης.
Οι κατήγοροι του Αρκά κρίνουν απλοϊκά αυτά τα σκίτσα του. Κάποια μπορεί και να μοιάζουν τέτοια. Εκείνο λ.χ. με το παιδί που εγείρει έναν ελεεινό σωρό άμμου σαν δήθεν κάστρο, ενώ δηλώνει ότι θα γίνει «πολιτικός μηχανικός» όταν μεγαλώσει, ή εκείνο όπου το παιδί που «πιάνει πουλιά στον αέρα» ρωτά ένα συμμαθητή του από πού ν’ αγοράσει καπέλο με το γείσο στο πίσω μέρος (!). Προφανώς, κανείς δεν είναι τόσο αδέξιος ή χαζός. Ούτε η γελοιογραφική υπερβολή, όμως, είναι καταχρηστική. Η πανουργία ενός εξ απαλών ονύχων δημοκόπου, όσο αποτελεσματική κι αν απεδείχθη, δεν προϋποθέτει υψηλή ευφυΐα. Αυτή τη σύγχυση (στην οποία περιέρχονται εσχάτως διαπρεπείς νομικοί και ατυχήσαντες πολιτικοί) τη φωτίζει εξαιρετικά ο Αρκάς, μέσω του γέλιου.
Αλλά το γέλιο, καθώς δεν εξυπηρετεί κανέναν φανερό βιολογικό σκοπό, είναι ένα μοναδικό ανακλαστικό. Ουσιαστικά, πρόκειται για ανακλαστικό «πολυτελείας». Και, ως γνωστόν, οι αφοσιωμένοι αριστεροί απεχθάνονται τις πολυτέλειες.
[1] Οφείλω την ιδέα αυτής της σύγκρισης στην εξαιρετική συλλογή αφορισμών του Κώστα Μαυρουδή, με τίτλο Στενογραφία, Κέδρος, Αθήνα 2006.