Ααρών Άππελφελντ, Τσίλι: Ζωή στη σκιά του θανάτου, μτφρ. Ιακώβ Σιμπή, Καπόν, Αθήνα 2018, σελ. 208
Το παρακάτω κείμενο είναι η ομιλία του Ιακώβ Σιμπή με την ευκαιρία της έκδοσης του βιβλίου του Ααρών Άππελφελντ Τσίλι στα ελληνικά, σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 25 Φεβρουαρίου 2019.
1.
O Ααρών Άππελφελντ (1932-2018) είναι ένας μεγάλος συγγραφέας και είναι κρίμα που δεν έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά περισσότερα έργα του, ώστε να μπορέσει να τον γνωρίσει καλύτερα το ελληνικό κοινό αλλά και να εμβαθύνει στα γεγονότα της εποχής εκείνης. Πριν μιλήσω, όμως, για την Τσίλι, που είχα την ευχαρίστηση να μεταφράσω, θα ήθελα να πω δυο εισαγωγικά λόγια για την λογοτεχνία του Ολοκαυτώματος.
Η λογοτεχνία του Ολοκαυτώματος είναι το σύνολο των έργων που αναφέρονται στην εξόντωση των Εβραίων από τους Ναζί, τα έτη 1939-1945, αλλά και στις τραυματικές εμπειρίες του εβραϊκού λαού πριν και μετά το Ολοκαύτωμα. Αυτό το λογοτεχνικό είδος περιλαμβάνει διάφορες κατηγορίες, όπως:
‒ προσωπικά ημερολόγια, που γράφτηκαν την περίοδο του Ολοκαυτώματος (Άννα Φρανκ - Ολλανδία, Μέρι Μπεργκ - γκέτο της Βαρσοβίας, Άννα Νόβακ - Ρουμανία, Άβα Χάιμαν - Ουγγαρία και άλλα)·
‒ χρονικά κοινοτήτων που εξοντώθηκαν (Πινκάς Γιαβάν)·
‒ μαρτυρίες και απομνημονεύματα επιζώντων·
‒ πρόζα, θεατρικά και κινηματογραφικά έργα, ποίηση με θέμα το Ολοκαύτωμα·
‒ καθώς και επιστημονικές ιστορικές μελέτες που πραγματεύονται αυτό το θέμα.
Όταν μιλάμε για λογοτεχνία του Ολοκαυτώματος, δεν περιοριζόμαστε στη φρίκη του Άουσβιτς. Οι ταλαιπωρίες δεν αρχίζουν και δεν τελειώνουν εκεί. Το Άουσβιτς ήταν η κορύφωση μιας αλληλουχίας ιστορικών γεγονότων. Έτσι, λοιπόν, η λογοτεχνία του Ολοκαυτώματος ασχολείται με γεγονότα που συνέβησαν πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το Άουσβιτς, όπως μεταξύ άλλων, με την προσπάθεια των επιζώντων Εβραίων να βρουν τη δύναμη να συνεχίσουν τη ζωή τους. Αντιμετωπίζει τα τρομερά γεγονότα που συνέβησαν τις δεκαετίες του 1930 και του 1940 στην κατακτημένη Ευρώπη, προσπαθώντας να δώσει έκφραση και μορφή σε καταστάσεις που βρίσκονται πέρα από τις λέξεις, που ξεπερνούν τις λέξεις.
Κινείται ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον ματεριαλισμό. Δεν αρκείται στην έκφραση και την αποτύπωση της πραγματικότητας, αλλά δημιουργεί πραγματικότητα και ορίζει αξίες. Παρά την πρόδηλη τάση της να στηρίζεται σε ιστορικές ενδείξεις, που βασίζονται σε ορθολογικά αίτια, και σε ιστορικές διαδικασίες, η εβραϊκή λογοτεχνία του Ολοκαυτώματος έρχεται, στην πραγματικότητα, αντιμέτωπη με την ματεριαλιστική αφήγηση, που είναι μετα-ιστορική και αντιμετωπίζει το θέμα του Ολοκαυτώματος ως έναν κόσμο που εμπεριέχει κάτι από την τρέλα και το παράλογο.
Η «ιστορική αφήγηση» στηρίζεται σε αποδεκτές πολιτικές και κοινωνικές αντιλήψεις. Αντίθετα, η μετα-ιστορική αφήγηση αποφεύγει να εμπλέξει ιστορικούς ήρωες ή να αναφερθεί σε αποδεκτές ιστορικές αντιλήψεις. Ο Ααρών Άππελφελντ είπε κάποτε ότι «η Ιστορία είναι, πράγματι σημαντική, όμως αν υπήρχε μόνο αυτή [και όχι η τέχνη] το Ολοκαύτωμα θα ισοπεδωνόταν».
2.
Το ιστορικό υπόβαθρο
Ο Ααρών Άππελφελντ ήταν ένας από τους επιζήσαντες. Γεννήθηκε το 1932 στο Τσέρνοβιτς της Ρουμανίας. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, μικρός ακόμα, διώχτηκε στην Τρανσνίστρια, χωρίστηκε από τον πατέρα του και περιπλανήθηκε στα χωριά και τα δάση της Ουκρανίας. Δεν θα αναφερθώ εδώ στη βιογραφία του. Θα επισημάνω μόνο ότι ο Άππελφελντ είναι ο κατεξοχήν Ισραηλινός συγγραφέας του Ολοκαυτώματος, αλλά και αυτός που το προσπερνάει συστηματικά. Επιλέγει το πριν και το μετά. Δεν νιώθει την ανάγκη να εγκατασταθεί μέσα στην φρίκη και να την περιγράψει. Ο ίδιος έχει πει, σε συνεντεύξεις του, ότι «η φρίκη δεν μας διδάσκει τίποτα».
Καμιά φορά, όμως, τολμάει και εισέρχεται στον χρόνο του Ολοκαυτώματος, όπως στην Τσίλι, όπου τοποθετεί την ηρωίδα του στα χρόνια της φρίκης. Ο Ααρών Άππελφελντ αφηγείται εδώ την ιστορία μιας Εβραίας έφηβης, που προσπαθεί να επιβιώσει μόνη της σε μια χώρα της Κεντρικής Ευρώπης, μέσα στην αγριότητα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Δεν δίνει λεπτομέρειες για το ιστορικό υπόβαθρο της ιστορίας του. Πρόκειται, άλλωστε, για μυθιστόρημα. Γι’ αυτό δεν αναφέρει καν τις λέξεις «πρόσφυγες» και «επιζώντες» που οι μεταφραστές του, για να διευκολύνουν τον αναγνώστη, θεώρησαν σκόπιμο να χρησιμοποιήσουν.
Τοποθετώντας, λοιπόν, την Τσίλι στο ιστορικό της υπόβαθρο, μπορούμε να χωρίσουμε το βιβλίο σε δύο μέρη:
α) Το πρώτο μέρος έχει ως θέμα τους Εβραίους, που όπως η Τσίλι κρύφτηκαν τότε στα βουνά και στα δάση, προσπαθώντας με κάθε τρόπο να επιβιώσουν, πάντα υπό τον φόβο μην τους αναγνωρίσει και τους προδώσει ο ντόπιος πληθυσμός.
Στο σημείο αυτό πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι από τον Νοέμβριο του 1940, η Ρουμανία εγκατέλειψε και επισήμως την «ουδετερότητά» της και προσχώρησε στις δυνάμεις του Άξονα. Έκτοτε, έκανε ό,τι μπορούσε για να ευχαριστήσει τους συμμάχους της. Ο δικτάτορας Ιόν Αντονέσκου έδωσε, άλλωστε, το στίγμα από την αρχή: «Έλαβα μέτρα για να διώξω για πάντα τους Εβραίους από τη Ρουμανία», είπε. «Αν δεν καθαρίσω το ρουμανικό έθνος, δεν θα έχω πετύχει τίποτα».
Και το πέτυχε: Μόνο στο πογκρόμ που έγινε στην πόλη Ιάσιο, τις τελευταίες ημέρες του Ιουνίου 1941, έχασαν τη ζωή τους 13.266 Εβραίοι. Εκατοντάδες χιλιάδες άντρες, γυναίκες και παιδιά περπάτησαν μέχρι την Τρανσνίστρια, ένα κομμάτι κατεχόμενης ουκρανικής γης, που οι Ναζί είχαν παραχωρήσει στην σύμμαχό τους Ρουμανία. Οι περισσότεροι πέθαναν εκεί από το κρύο, τις αρρώστιες και την πείνα. Άλλοι οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας ή στο Άουσβιτς. Μέχρι το τέλος του πολέμου, 280.000 Εβραίοι της Ρουμανίας είχαν εξοντωθεί. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η «ατυχία» της Τσίλι, που η οικογένειά της την εγκατέλειψε, μετατράπηκε σε «τύχη».
β) Το δεύτερο μέρος διαδραματίζεται αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου, όταν οι επιζώντες ‒οι κρατούμενοι στα στρατόπεδα, οι παρτιζάνοι και πολίτες, όπως η Τσίλι, που κρύβονταν‒ άρχισαν να περιπλανώνται εξαθλιωμένοι στην Ευρώπη, αναζητώντας οδό διαφυγής. Οι επιζώντες ήταν μόνοι. Είχαν μείνει χωρίς συγγενείς και φίλους, οι κοινότητές τους είχαν καταστραφεί, οι περιουσίες τους είχαν κατασχεθεί, οι συμπατριώτες τους τούς είχαν προδώσει… Μολονότι δυσκολεύονταν να το πιστέψουν, υποψιάζονταν πως οι δικοί τους δεν υπήρχαν πια.
Στην πορεία τους προς τον Νότο, οι επιζώντες διέσχιζαν μια σειρά από βομβαρδισμένες, λεηλατημένες χώρες. Κατά την διάρκεια της μακράς περιπλάνησής τους, περνούσαν συχνά την νύχτα τους στα δάση. Πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία του Ολοκαυτώματος: η Φυγή από την Ευρώπη ‒ Μπριχά, στα εβραϊκά. Είναι η απόδραση από την ευρωπαϊκή ήπειρο και τους «τόπους του σκοτωμού», συχνά με τη βοήθεια ενός οργανωμένου κινήματος μετανάστευσης. Διότι, τελικά, δεν ήταν εντελώς μόνοι…
Στην αρχή, βέβαια, η Φυγή από την Ευρώπη ήταν αυθόρμητη. Μεμονωμένα άτομα, οικογένειες και τοπικές οργανώσεις περνούσαν παράνομα και ανοργάνωτα τα σύνορα διαφόρων χωρών, προσπαθώντας να φτάσουν σε κάποιο ευρωπαϊκό λιμάνι στον Νότο, κι από κει να πάνε στην Παλαιστίνη. Κατά την διάρκεια του πολέμου, Εβραίοι μαχητές της Αντίστασης είχαν οργανώσει δίκτυα κατασκοπείας και μονοπάτια διαφυγής από την Πολωνία, τα οποία χρησιμοποιούσαν για να φυγαδεύσουν Εβραίους της Κεντρικής Ευρώπης. Η πρώτη μεταπολεμική εβραϊκή οργάνωση ιδρύθηκε στην πόλη Λούμπλιν, στην Πολωνία, το 1944, από Εβραίους παρτιζάνους, μεταξύ των οποίων ο Άμπα Κόβνερ, γνωστός από τον ρόλο του στην εξέγερση του γκέτο της Βίλνα και αργότερα από τους μεγάλους ποιητές του Ισραήλ. Ωστόσο, το κίνημα της Φυγής τέθηκε λίγο αργότερα υπό την αιγίδα του Ιδρύματος Μετανάστευση Β΄. Δεν άργησε να εξαπλωθεί και να αγκαλιάσει τους εναπομείναντες Εβραίους στην Πολωνία, τη Ρουμανία, την Ουγγαρία, την Τσεχοσλοβακία και τη Γιουγκοσλαβία (και, βέβαια, την Ελλάδα, όπου κάποιοι επιζώντες επέστρεψαν και άλλοι όχι).
Εκατοντάδες εθελοντές από την Παλαιστίνη όργωναν την Ευρώπη αναζητώντας τους επιζώντες. Άνθρωποι του Ιδρύματος Μετανάστευση Β΄, που από το 1939 είχε θέσει υπό τη δικαιοδοσία του όλες τις ενέργειες της κρυφής μετανάστευσης στην Παλαιστίνη, και κοινωνικοί λειτουργοί που έστελναν οι εβραϊκές οργανώσεις από όλο τον κόσμο και την Παλαιστίνη, είχαν ενταχθεί στις διεθνείς ανθρωπιστικές οργανώσεις για να βοηθήσουν στο έργο αποκατάστασης των προσφύγων και την μετανάστευσή τους στην Παλαιστίνη.
Στα χωριά και τα δάση της Κεντρικής Ευρώπης οι άνθρωποι της UNRRA (του Οργανισμού Περιθάλψεως και Αποκαταστάσεως των Ηνωμένων Εθνών) έδιναν φαγητό και πρώτες βοήθειες στους επιζώντες, τους έβαζαν σε φορτηγά και τους κατεύθυναν στα συμμαχικά στρατόπεδα εκτοπισμένων ή στα λιμάνια του Νότου, με προορισμό την Παλαιστίνη. Η εβραιο-αμερικανική οργάνωση JOINT είχε ιδρύσει σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες 380 νοσοκομεία, εκατοντάδες κλινικές, κέντρα ανάρρωσης και βρεφοκομεία.
Οι επιζώντες δεν είχαν πού να πάνε. Δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν να επιστρέψουν στον τόπο τους, λόγω του αυξανόμενου σοβιετικού ελέγχου ή του μεταπολεμικού αντισημιτισμού. Η λέξη «Παλαιστίνη» ηχούσε μαγικά στα αυτιά τους. Αλλά όταν έφταναν στα λιμάνια της Γαλλίας, της Ιταλίας ή της Γιουγκοσλαβίας, επιβιβάζονταν σε σαπιοκάραβα και ταξίδευαν σε άθλιες συνθήκες. Η μετανάστευση στην Παλαιστίνη ήταν απαγορευμένη και μόλις έφταναν στις παλαιστινιακές ακτές έβλεπαν συνήθως το όνειρό τους να απομακρύνεται: οι βρετανικές αρχές δεν άφηναν τα πλοία να αράξουν και οι περισσότεροι κατέληγαν, για μεγάλο χρονικό διάστημα, σε βρετανικά στρατόπεδα προσφύγων, στην Παλαιστίνη ή την Κύπρο. Από το 1945 ως το 1948, μετακινήθηκαν στην ευρωπαϊκή ήπειρο, χάρη σε αυτές τις εργώδεις προσπάθειες, εκατοντάδες χιλιάδες Εβραίοι, πολλοί από τους οποίους μετανάστευσαν στην Παλαιστίνη (700.000).
Με την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ το 1948, άνοιξαν οι πύλες σε όσους εναπομείναντες ήθελαν να μεταναστεύσουν εκεί κι έτσι εκκενώθηκαν όλα τα στρατόπεδα εκτοπισμένων (DP Camps) και τα καθήκοντα των οργανώσεων που ασχολούνταν με την φυγή ατόνησαν.
3.
Η Τσίλι
Ας έρθουμε, όμως, στην Τσίλι, Πολλοί θα αναρωτηθούν πώς ένα μοναχικό, απλοϊκό κορίτσι κατάφερε να αντεπεξέλθει σε όλες αυτές τις δυσκολίες και να επιβιώσει. Επειδή, στην αρχή του βιβλίου ο Άππελφελντ δίνει έμφαση στην απέχθειά της για το σχολείο, κάποιοι δημοσιογράφοι την χαρακτήρισαν «διανοητικά καθυστερημένη». Ο ίδιος ο Άππελφελντ δεν επιβεβαίωσε ούτε απέρριψε αυτή την εκδοχή. Στις συνεντεύξεις του, πάντως, δεν χαρακτήρισε ποτέ την Τσίλι ως «καθυστερημένη». Και πώς θα ήταν δυνατόν, άλλωστε, από την στιγμή που παραδέχτηκε ότι η ιστορία αυτή είναι αυτοβιογραφική.
Από συνεντεύξεις του συγγραφέα γνωρίζουμε ότι μετέφερε, σε ένα βαθμό, στο βιβλίο αυτό, την προσωπική του εμπειρία από τα χρόνια του πολέμου στη Ρουμανία: «Με έχουν φορτώσει με τόσες εμπειρίες, που μπορώ να γράψω ακόμα πολλά βιβλία», είπε. Και επίσης: «Προσπάθησα να γράψω τις δικές μου περιπλανήσεις, αυτές που είχα ως παιδί στα χωριά και στα δάση, όμως αμέσως μετά έκρυψα αυτό το υλικό. Μόνο όταν άρχισα να γράφω την Τσίλι, ένα μη πραγματικό πρόσωπο, δημιουργήθηκε η αφήγηση».
Και έγραψε την Τσίλι στο τρίτο πρόσωπο, ενώ άλλα του βιβλία είναι στο πρώτο πρόσωπο. Διότι, κατά τον Άππελφελντ, όσο πιο αυτοβιογραφική είναι η αφήγηση, τόσο προσπαθεί να απομακρυνθεί από αυτήν. Αντίθετα, όταν δεν τον αφορά άμεσα, γράφει στο πρώτο πρόσωπο. Σε τελική ανάλυση, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε την Τσίλι μόνο από την πορεία της ζωής της, στα χρόνια που την παρακολουθούμε.
Νομίζω ότι ο Άππελφελντ μας λέει ότι η Τσίλι είναι απλώς ένα κορίτσι ‒ούτε το πρώτο ούτε το τελευταίο‒ που «δεν παίρνει» τα γράμματα. Γεγονός απαράδεκτο, βέβαια, για τους Εβραίους της Ανατολικής Ευρώπης, για τους οποίους η μόρφωση ήταν το παν. Ως παιδί εβραϊκής οικογένειας, η Τσίλι έπρεπε να μάθει γράμματα. Όμως, η Τσίλι μπορεί να γεννήθηκε Εβραία, αλλά δεν ήταν σαν τους άλλους Εβραίους, όπως διαπίστωναν οι μη Εβραίοι: «Χοντροκέφαλη Εβραία, την φώναζαν τα παιδιά χαιρέκακα.»Το γεγονός ότι διέφερε από τους άλλους Εβραίους βοήθησε πολύ την Τσίλι στα χρόνια του πολέμου και της περιπλάνησής της, που ήταν αναγκασμένη να κρύβει την εβραϊκή της ταυτότητα.
Οι συνέπειες αυτής της αντίληψης δεν είναι αυτονόητες. Αν η διαφορά ανάμεσα στον μη Εβραίο και τον Εβραίο έγκειται στο «κεφάλι», τότε η «ξεροκεφαλιά» ή «χοντροκεφαλιά» είναι ο «σωστός» δρόμος για την αφομοίωση. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι πρόκειται για έναν κομψό τρόπο να μιλάμε για την μόρφωση και για την μάταιη ελπίδα που εμπεριέχεται στην αντίληψη ότι για να είσαι άνθρωπος πρέπει πρώτα από όλα να είσαι μορφωμένος, και το αντίθετο, όταν μορφώνεσαι μετατρέπεσαι από Εβραίο σε άνθρωπο.
Και, πράγματι, σε αντίθεση με τα αδέλφια της που μοχθούσαν να μορφωθούν, η Τσίλι αφοσιώνεται σε έναν γέρο, παραδοσιακό δάσκαλο, που δεν επιδιώκει να της μάθει τίποτα, εκτός από απαντήσεις στα ακόλουθα ερωτήματα:
«Τι είναι άνθρωπος;»
Και η Τσίλι απαντούσε: «Χώμα και στάχτη».
«Και ενώπιον ποίου θα κριθεί;»
«Ενώπιον του Βασιλέως των Βασιλέων, του Αγίου, ευλογημένο το όνομά του».
«Και τι πρέπει να κάνει ο άνθρωπος;»
«Να προσεύχεται και να τηρεί τις εντολές του Νόμου».
«Και πού είναι γραμμένες οι εντολές του Νόμου;»
«Στην Πεντάτευχο».
Έτσι η ουσία της Τσίλι δεν είναι η μόρφωση αλλά η επιβίωση: «Χώμα και στάχτη».
Η ηθική: η θεία κρίση.
Θρησκεία: οι εντολές.
Τα αδέλφια της Τσίλι σκέφτονται διαφορετικά, διότι είναι Εβραίοι στα μάτια των μη Εβραίων και άνθρωποι, στα δικά τους μάτια. Αυτό που τους χαρακτηρίζει είναι το μυαλό τους. Η αντίληψη της Τσίλι απέναντι στη ζωή θα μπορούσε να είναι ασυνείδητα η επανάστασή της απέναντι στην οικογένειά της και στο περιβάλλον της. Αγαπούσε τη φύση και ήξερε να γίνεται ζώο στα δάση και στα λαγκάδια. Ήξερε, όπως αποδείχτηκε, να μάχεται για την επιβίωσή της και να νικάει.
Αυτό που θέλει να δείξει εδώ ο Άππελφελντ είναι ότι ο κυνηγημένος χάνει την ανθρώπινη εικόνα του, διότι το ένστικτο της επιβίωσης τον μετατρέπει σε ζώο. Μια λέξη που επαναλαμβάνεται στο βιβλίο είναι η λέξη «έντομο». Για τους Ναζί, ο Εβραίος ήταν ένα έντομο, που έπρεπε να εξοντωθεί. Άνθρωποι ήταν οι Γερμανοί, με τις στολές τους, τις μπότες τους και την ισχύ των όπλων. Το ένστικτο της επιβίωσης, που μετατρέπει τον άνθρωπο σε ζώο, γίνεται συχνά αντιληπτό ως ταπείνωση. Κι ενώ ο Κάφκα αγκαλιάζει την ταπείνωση, ο Άππελφελντ και οι ήρωές του την απωθούν.
Στο σημείο αυτό, δεν μπορώ να μην πω δυο λόγια για τον Μάρεκ, που θεωρεί τον εαυτό του εγκληματία, επειδή απέδρασε από το στρατόπεδο, εγκαταλείποντας την οικογένειά του. Για τον Μάρεκ, η διέξοδος είναι η υπέρβαση του φόβου, μέσω της παραίτησης από την επιβίωση. Παρατηρούμε, λοιπόν, τη σταδιακή μάχη του με τον φόβο, που τον οδηγεί στο τέλος του. Λέει:
«Ο θάνατος δεν είναι τόσο τρομακτικός όσο φαίνεται. Τελικά, ο άνθρωπος δεν είναι έντομο… Από την στιγμή που νικάς τον φόβο σου, όλα φαίνονται αλλιώτικα. Είμαι ευτυχής που έχω νικήσει τον φόβο μου. Όλο αυτό τον καιρό με βασάνιζε επαίσχυντα, καταλαβαίνεις ,επαίσχυντα. Τώρα, είμαι ελεύθερος άνθρωπος.»
Κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής της, η Τσίλι συναντά επιζώντες, μεμονωμένους ή σε ομάδες. Ήταν σαν ξαφνικά, με την απελευθέρωση, η Κεντρική Ευρώπη να γέμισε με ανθρώπους, που είχαν μόλις βγει από τα στρατόπεδα ή τα κρησφύγετά τους. Εδώ ο Άππελφελντ περιγράφει εξαιρετικά όλη αυτή την ατμόσφαιρα των βασανισμένων προσφύγων που πορεύονται προς τον Νότο. Οι εναπομείναντες Εβραίοι της Ευρώπης είναι οι σύντροφοι του ταξιδιού της Τσίλι. Είναι ένας πληθυσμός που, όπως κι εκείνη, προσπαθούσε να συγκροτήσει μια καινούργια γλώσσα, μετά την μακρά βουβαμάρα των στρατοπέδων. Εκεί, όπως και στα βουνά και τα δάση, υπήρχαν μόνο οι αναγκαίες λέξεις. Και ανάμεσα, η σιωπή. Στην Τσίλι, ο Άππελφελντ δίνει μεγάλη έμφαση στις λέξεις. Και μια από τις καινούργιες λέξεις που μαθαίνει η Τσίλι, είναι η λέξη «Παλαιστίνη».
4.
Ο επίλογος
Ο συγγραφέας σταματάει την ιστορία του απότομα. Δεν μας λέει τι έκανε η Τσίλι όταν σταμάτησε να τρέχει στα βουνά και στα λαγκάδια. Κατάφερε, άραγε, να προσαρμοστεί στους περιορισμούς που επιβάλλει μια «φυσιολογική» αστική ζωή; Ή μόνο στη φύση μπορούσε να ζει; Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Αλλά ο επίλογος του ταξιδιού της Τσίλι υπάρχει ενδεχομένως σε ένα άλλο, εξαιρετικό διήγημα του Άππελφελντ, στο βιβλίο του Κείμενα στο πρώτο πρόσωπο. Γράφει:
Στην διάρκεια του ταξιδιού, ο Σουηδός καπετάνιος επιμένει να διαβάσει στους πρόσφυγες αποσπάσματα από την Βίβλο, από πίστη προς τον ιστορικό τους προορισμό. Η πίστη του Σουηδού στον Θεό διαταράσσει, κατά την αφήγηση, την ισορροπία των επιζώντων. Ο αφηγητής λέει: “Πριν μερικούς μήνες ήμασταν άνθρωποι, ναι μεν κυνηγημένοι, όμως με ανθρώπινη όψη. Κανείς δεν στεκόταν από πάνω μας και δεν μας έκανε ηθικό κήρυγμα. Δεν ήμασταν ήρωες, όμως δεν ήμασταν ούτε έντομα. Άραγε ο καπετάνιος δεν μας βλέπει πώς είμαστε; Γιατί μας κοροϊδεύει και μας αποκαλεί λαό του Θεού, περιούσιο λαό; Ποιος χρειάζεται μια τέτοια παραβολή ή μάλλον μια τόσο τετριμμένη φράση; Πάντως εμείς δεν την έχουμε ανάγκη. Ας μας αφήσει ήσυχους με την μικρή πληγή μας”.
Απέναντι στη βεβαιότητα του Σουηδού, οι επιζώντες νιώθουν εξαπατημένοι. Λες και σηκώθηκε η τελευταία αυλαία και μέσα στο γύρισμα της ιστορίας μετατράπηκαν σε αυτό που είχαν καταφέρει να μην είναι: σε έντομα. Πρόκειται για ένα κατανοητό συναίσθημα του επιζώντος απέναντι σε κάποιον που βλέπει το Ολοκαύτωμα και τα βάσανα ως μέρος ενός ιστορικού ή θεϊκού σχεδίου.
Στο διήγημα, το ταξίδι στην Παλαιστίνη συνεχίζεται, το ίδιο και η συζήτηση, όταν ένας λαθρέμπορος λέει: Εγώ προτιμώ να φτάσω στην Παλαιστίνη χωρίς θρησκευτικές προσδοκίες… δεν πιστεύω ότι ο κόσμος μπορεί να διορθωθεί.