Δημήτρης Χαντζόπουλος, H Πάπισσα Ιωάννα του Εμμανουήλ Ροΐδη, Graphic Novel, φιλολογική φροντίδα Μανώλης Βασιλάκης, Athens Review of Books, Αθήνα 2018, σελ. 208
Tο κείμενο που ακολουθεί είναι η ομιλία του Αλέξη Πολίτη στην παρουσίαση της Πάπισσας Ιωάννας του Δημήτρη Χαντζόπουλου, που συνδιοργάνωσαν ο Σύνδεσμος Φιλολόγων Νομού Χανίων και η Περιφερειακή Ενότητα Χανίων στις 19 Οκτωβρίου στο Πνευματικό Κέντρο Χανίων, την οποία χαρακτήρισε «θαυμάσιο εικαστικό ταίρι στην Πάπισσα Ιωάννα του Ροΐδη».
Την Πάπισσα Ιωάννα την ξέρετε όλοι. Κάποιοι μπορεί να μην την έχετε διαβάσει· κι απ’ όσους την έχετε διαβάσει, οι περισσότεροι θά ’χετε ξεχάσει πολλά, αλλά σίγουρα θα θυμάστε το κλίμα. Θα θυμάστε την ευφορία, το χιούμορ, το πόσο διασκεδάσατε, θα θυμάστε την ανατροπή κάθε καθιερωμένης αξίας: όλα τα έδειχνε από την ανάποδη. Και αυτό το κλίμα το ξέρουν όλοι, διαβασμένοι και αδιάβαστοι.
Αυτό, το ότι το κλίμα το ξέρουν όλοι οι Νεοέλληνες, είτε την έχουν διαβάσει είτε όχι, αυτό με ενδιαφέρει, αυτό είναι που έχει σημασία. Γιατί, για ποιο άλλο έργο του 19ου αιώνα έχετε έστω και μιαν αόριστη εικόνα – πλην Σολωμού και Κάλβου; Η Πάπισσα Ιωάννα έχει αφήσει ένα βαθύ σημάδι στην συλλογική-μας μνήμη. Ετούτο ακριβώς θέλω να σχολιάσω.
Ας προσπαθήσω να παρουσιάσω με λίγα λόγια το κλίμα της εποχής που πρωτοεκδόθηκε η Πάπισσα Ιωάννα. Ήταν ο Φλεβάρης του 1866, το βιβλίο λοιπόν ολοκληρώθηκε στα τέλη του 1865. Τότε θα το ξανακοιτάει ο Ροΐδης, τότε θα βάζει τις τελευταίες πινελιές.
Τρία χρόνια νωρίτερα, τον Οκτώβρη του 1862, μια αναίμακτη εξέγερση έδιωξε τον Όθωνα από τον θρόνο. Για ένα-δυο μήνες επικράτησε κλίμα ευφορίας – ουφ, διώξαμε τον «τύραννο», οι δρόμοι του μέλλοντος άνοιξαν για την Ελλάδα. Πολύ γρήγορα όμως φάνηκε πως το πρόβλημα του νεαρού ελληνικού κράτους δεν ήταν ο Όθων παρά κάτι ευρύτερο, πιο περίπλοκο: το Ανατολικό Ζήτημα. Άραγε θα αντέξει κι άλλο η Οθωμανική Αυτοκρατορία, ή θα καταρρεύσει; Κι αν ναι, τί θα γίνουν τα Βαλκάνια και η Πόλη; Μήπως θα τα καταπιεί η Ρωσία, όπως παρ’ ολίγο να γινόταν πριν δέκα χρόνια, το 1853; Μήπως θα προκύψει μια πανίσχυρη Βουλγαρία, που θα εκτείνεται από τον Εύξεινο Πόντο έως την Αχρίδα και τις Πρέσπες, με νότια σύνορα λίγο πάνω από τον Αλιάκμονα, αφήνοντας έξω το πολύ-πολύ τη Χαλκιδική και τη Θεσσαλονίκη; Ή μήπως η τρίτη αυτοκρατορία, η Αυστρο-ουγγαρία, που είχε στο μάτι το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, θα τα καταφέρει να φτάσει ώς εκεί; Κι απέναντι σ’ ετούτα τα θηρία, τί μπορεί να κάνει η μικρή Ελλάδα; Πώς θα ενσωματώσει τους χριστιανικούς πληθυσμούς στα δικά-της σύνορα; Με ποιους μπορεί, με ποιους πρέπει να συμμαχήσει;
Έπρεπε, άλλωστε, πρώτα-πρώτα να βρεθεί καινούριος βασιλιάς. Σχεδόν ομόφωνα οι ελληνικοί πληθυσμοί επέλεξαν τον Αλφρέδο, γιο της Βικτωρίας, που πιστεύω ότι σήμαινε πως η αγγλοφοβία είχε παραμεριστεί – για τα όνειρά-μας χρειαζόταν ο πιο ισχυρός σύμμαχος. Αλλά η αυτοκράτειρα της Αγγλίας δεν μας έκανε τη χάρη, και καταλήξαμε στον γιο του βασιλιά της Δανίας. Έπειτα μας χρειαζόταν ένα καινούριο σύνταγμα, κι εκεί ποντάραμε στη δημοκρατική ισονομία· θεσμοθετήσαμε την καθολική ψηφοφορία – των αντρών εννοείται. Αλλά για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα είχαμε διαρκείς εσωτερικές συγκρούσεις, η κομματοκρατία κυριαρχούσε, κι επικρατούσε μεγάλη κυβερνητική αστάθεια – από τον Δεκέμβρη του 1862 έως το Γενάρη του 1866 άλλαξαν 7 κυβερνήσεις, και φυσικά ετούτο το ρευστό σκηνικό ευνοούσε τις παρεμβάσεις των ξένων.
Το πολιτικό κλίμα λοιπόν σίγουρα δημιουργεί μιαν αόριστη δυσφορία που προκύπτει κυρίως από την αίσθηση ότι δεν γίνονταν βήματα ούτε στην εσωτερική οργάνωση (ο στόχος του Γεώργιου για ένα «Πρότυπο βασίλειο» δεν προχωρά), ενώ τα όνειρα μιας καινούριας κρίσης στο Ανατολικό Ζήτημα που θα μας δημιουργούσε ίσως κάποιες ευκαιρίες για μια διεύρυνση των συνόρων δεν φαινόταν στον διεθνή ορίζοντα. Όμως τα όνειρα είχαν επικαθήσει στα μυαλά της κοινωνίας και συνέχιζαν να διαστρεβλώνουν τις πραγματικότητες. Φέρνω τη μαρτυρία μιας σουηδέζας που βρισκόταν στην Αθήνα την άνοιξη του 1860. Αναμενόταν ο θάνατος του Αβδούλ Μετζίτ, και οι Έλληνες πίστευαν «πως οι Μεγάλες Δυνάμεις χρειάζονταν την Ελλάδα για να πετύχουν στα σχέδιά-τους και πως γι’ αυτό η γαλλική αυλή “προσέβλεπε στην Ελλάδα”, γιατί επρόκειτο να παίξει κι αυτή έναν σημαντικό ρόλο στην κρίση που πλησιάζει, και ήθελε να αυξήσει τις δυνάμεις και τα εδάφη-της. “Χωρίς να βγει από τη θήκη ούτε ένα σπαθί –μας λέει πάντα η σουηδέζα– και πριν κλείσει ο χρόνος, η Κωνσταντινούπολη θα πέσει στα χέρια των Ελλήνων και θα γίνει η πρωτεύουσα του εκτεταμένου πλέον βασιλείου”. Αυτό και άλλα πολλά άκουγε ο κόσμος και τα πρόβλεπε με βεβαιότητα. Το αποτέλεσμα αυτών των προβλέψεων για τους Αθηναίους έμοιαζε μεθύσι. Θεωρούσαν τους εαυτούς-τους κατακτητές της Κωνσταντινούπολης. Πολλοί σκέφτονταν να πάνε αμέσως εκεί».
Πέρα όμως από τα όνειρα υπήρχαν και οι πραγματικότητες. Ο ρωσο-τουρκικός πόλεμος του 1854-1856, ακριβώς όπως κάθε πόλεμος, ευνόησε εξαιρετικά το εμπόριο, ενώ η τουρκική κυβέρνηση αναγκαζόταν ν’ αναζητά δάνεια με πολύ υψηλούς τόκους: αυτά τα δύο απέφεραν τεράστια κέρδη στους Έλληνες, στους Αρμένιους, στους Ιουδαίους της Κωνσταντινούπολης. Τότε φτιάχνονται οι τεράστιες περιουσίες του Συγγρού, και των άλλων χρηματιστών ή εμπόρων· και το πράγμα είχε θετικό αντίχτυπο στην ελληνική οικονομία. Παράλληλα ο πληθυσμός της Αθήνας αυξάνεται, τα βιβλία που τυπώνονται πολλαπλασιάζονται: από τους 310 τίτλους του έτους 1851, το 1861 φτάνουν τους 460. Αυτό σημαίνει αύξηση του αγοραστικού κοινού, αύξηση των εγγραμμάτων, αύξηση των αστών. Και μια τάση κλασικισμού φέρνει έναν τόνο ανανέωσης στην ποίηση – θυμίζω, σε όσους το έχουν υπόψη-τους το Διονύσου πλους του Ραγκαβή, ένα μικρό κομψοτέχνημα σε μια κρύα όμως και αδιάβαστη σήμερα καθαρεύουσα.
Ωστόσο, κάτω από το επίστρωμα του κλασικισμού κόχλαζε η δυσφορία της νέας ποιητικής γενιάς. Οι ηγέτες-της, ο Αχιλλέας Παράσχος, ο Σπυρίδων Βασιλειάδης, ο Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος, ο Κλέων Ραγκαβής, στράφηκαν οργισμένοι κατά της κοινωνίας, κι ακόμα περισσότερο, κατά της ίδιας της ζωής. Ο πεσσιμισμός βαραίνει το κλίμα ολοένα και περισσότερο. Ο Κ. Θ. Δημαράς σημείωσε ευφυώς πως για να εννοήσουμε την Πάπισσα πρέπει να την εντάξουμε δίπλα στους «Στόνους» του Δημ. Παπαρρηγόπουλου και τις Εικόνες και Κύματα του Βασιλειάδη που δημοσιεύτηκαν ταυτόχρονα: οι δύο ποιητές βίωναν το ίδιο κοινωνικό αδιέξοδο, μα δεν ήξεραν πώς να το ξεπεράσουν και βούλιαζαν στη θλίψη και τη διαμαρτυρία.
Απέναντι σ’ αυτή τη θλίψη, την κλάψα και την άγονη διαμαρτυρία –να προσθέσουμε βέβαια και την αυτοπροβολή που κρύβουν– η Πάπισσα του Εμμανουήλ Ροΐδη έπεσε σαν ογκόλιθος στα βαλτωμένα νερά. Μόλις τυπώθηκε, «ανεγνώσθη υπό του κοινού όσον ουδέν άλλο βιβλίον ανεγνώσθη εν Ελλάδι προ πολλού» –μαρτυρία γραμμένη δυο μήνες μετά την κυκλοφορία-της– κι όχι μόνο από λογίους παρά και «χάρις εις τους αφορισμούς», φωναχτά, σε παρέες, «εν ταις λέσχαις, τοις καφενείοις και τοις παντοπωλείοις». Η όποια συζήτηση αφορούσε βέβαια κυρίως το προκλητικό –ή βλάσφημο για κάποιους– περιεχόμενό-του· εξίσου όμως πάνδημοι και έντονοι ήταν και οι έπαινοι για τη μορφή, τη λογοτεχνία: οι μορφωμένοι εννόησαν αμέσως πως ο Ροΐδης προσέφερε κάτι ολότελα πρωτόγνωρο στην ελληνική λογοτεχνία: το χιούμορ και το στιλ.
Σήμερα δεν μαζευτήκαμε για να σχολιάσουμε αυτό το αμίμητο στιλ του Ροΐδη, παρά για να γνωρίσουμε και να χαρούμε το αμίμητο –και αναμφίβολα ροϊδικό– στιλ του Δημήτρη Χαντζόπουλου στη ζωγραφική. Αλλά εκκρεμεί το αρχικό βασικό ερώτημα: πώς, γιατί, με τί εξηγείται, ότι το κοινό που θαύμαζε τον Αχιλλέα Παράσχο, τον Δημήτριο Παπαρρηγόπουλο, τον Σπυρίδωνα Βασιλειάδη, τους τάφους, τα νεκροταφεία, τους εραστές που αυτοκτονούν, τις ερωμένες που παραφρονούν, το ψευδοϋψηλό ύφος, όχι μόνο ανέχθηκε, παρά διάβασε με απληστία, την ίδια στιγμή και την Πάπισσα; Ένα βιβλίο που δεν σατίριζε τις κομψευόμενες κοπελίτσες και τους σπουδαιοφανείς νεανίσκους που έτρεχαν πίσω από τα παριζιάνικα στολίδια κι αδιαφορούσαν για τον Σοφοκλή και τον Αισχύλο, ή τους φαφούτηδες γέροντες που γύρευαν να παντρευτούν κάποιες νοστιμούλες –ώς εκεί πήγαιναν οι σάτιρες που ήξεραν– παρά αντίθετα ειρωνευόταν το ίδιο το κακό-μας το κεφάλι, που πιστεύαμε πως όχι μόνο ολόκληρη η ευρωπαϊκή λογοτεχνία δεν είχε πετύχει τίποτ’ άλλο απ’ το να μιμείται τους προγόνους-μας, παρά ότι κι ο Ναπολέων, ακόμα κι ο Κολόμβος, είχαν ελληνική καταγωγή. Έτσι το θέλετε;, ρωτά ο Ροΐδης, νά, κι ο μπαμπάς της Ιωάννας «κατήγετο εκ των Ελλήνων εκείνων αποστόλων, οίτινες εφύτευσαν τον πρώτον σταυρόν εις την χλοεράν εκείνην Ιρλανδίαν». Λίγο παρακάτω θα μάθουμε βέβαια πως δεν ήταν κι ο πραγματικός πατέρας, απλός σύντροφος της μαμάς-της ήταν – εδώ το ασεβές βέλος χτυπάει, εννοείται, και τον άλλο πόλο του ελληνο-χριστιανισμού.
Πραγματικά, ο Ροΐδης έχει πιάσει το ρούχο του κυρίαρχου ιδεολογικού σύμπαντος των αναγνωστών-του, το γυρίζει μέσα-έξω, μας δείχνει τις φθαρμένες-του ραφές, τα ποικίλα μπαλώματα και το ξετινάζει για τα καλά. Δεν αφήνει τίποτε ασχολίαστο· η Μεγάλη Ιδέα; – μα δεν εννοούμε παρά την Ήπειρο και τη Θεσσαλία, κι ελπίζουμε πως θα το πετύχει η «σώτειρα ημών Εκκλησία», αυτή που προκάλεσε και το ’21, «οι δε βουλόμενοι να μεταχειρισθώσιν αυτήν ως όργανον πολιτικών σκοπών λησμονούσι, φαίνεται, ότι ο καιρός των θαυμάτων παρήλθε προ πολλού, και ούτε ο ήλιος σταματά πλέον ούτε τα χωρίζοντα ημάς από των δούλων αδελφών τείχη θέλουσι κρημνισθεί διά της ρινοφωνίας των ιερέων-μας ως τα της Ιεριχούς εις τον ήχον των σαλπίγγων του Ιησού του Ναυή».
Κεντρικός στόχος-του η απλοϊκή πίστη, οι δεισιδαιμονίες· στόχος ίσως εύκολος για την ειρωνεία –και λίαν επικίνδυνος όμως, όπως αποδείχθηκε με τον αφορισμό του έργου από την Ιερά Σύνοδο και την εισαγγελική απαγόρευση. Αλλά πλάι στον κεντρικό οι περιφερειακοί, ο Παναγιώτης Σούτσος, αίφνης, του οποίου τη μια περιγελά έναν στίχο που ο Σούτσος τον θεωρούσε αριστούργημα, «ο σιγαλός αιγιαλός εγέλα, γάλα όλος», την άλλη τον παραβάλλει με τον Όμηρο, και πότε – ας ακούσουμε ολόκληρο το χωρίο: «Η Ιωάννα αναγινώσκουσα νυχθημερόν Έλληνας φιλοσόφους, ενίοτε δε και αποστολικούς ή και αιρετικούς Πατέρας, ζήσαντας προ της εφευρέσεως των νηστειών, των δογμάτων, των τροπαρίων, είχε βαθμηδόν αποξύσει την καλογερικήν σκωρίαν· αγχίνους δε ούσα και σκεπτική, συνήρμοσε προς χρήσιν-της είδος-τι ανεκτικού θρησκεύματος πολύ ομοιάζοντος προς τα συστήματα των σήμερον συμπατριωτών-της, οίτινες χάρις εις τα προόδους των φώτων και τας θεολογικάς σχολάς του Βερολίνου και της Τουβίγγης, κατόρθωσαν να σχηματίσωσιν είδος-τι χριστιανισμού άνευ Χριστού, ως έφθασαν να παρασκευάζωσι και οι εξευγενισμένοι μάγειροι σκορδαλίαν άνευ σκόρδου και ο κ. Π. Σούτσος ποιήματα άνευ ποιήσεως».
Τί μένει όρθιο; Πολλά, η κριτική σκέψη, ο σκεπτικισμός, το να μην τα παίρνουμ’ όλα πολύ στα σοβαρά, η απλή λογική. Κάποια στιγμή, εκεί που η Ιωάννα έχει γίνει πια πάπισσα, μα έχει απομείνει δίχως εραστή, θα μας πει πως «η Ιωάννα ολίγον εφρόντιζε περί του μεγέθους της ασεβείας, και έτι ολιγότερον εφοβείτο την ετυμηγορίαν του ουρανίου δικαστηρίου, το οποίον τιμωρεί στιγμιαίαν αδυναμίαν δι’ αιωνίου πυρός, βράζον εις την αυτήν χύτρα τον προξενήσαντα λύπην ή ηδονήν-τινα εις τον πλησίον-του. Πολύπειρος δε ούσα και έξυπνος γυνή, δεν ηδύνατο να πιστεύσει ότι έθεσεν ο Θεός επί της γης τοσαύτα αγαθά, ίνα απέχωμεν αυτών, ως παρατίθενται εις τα αγγλικά συμπόσια αι σταφυλαί, ίνα μη τρώγονται». Ναι, χαρείτε λίγο τη ζωή αντί να κλαίτε και να θρηνείτε, προτείνει στους αναγνώστες-του. Και λοιπόν, νά, οι αναγνώστες-του, που στην καθημερινή-τους ζωή εμπορεύονταν με το Μάντσεστερ, την Οδησσό και τη Σμύρνη –αλλά ετούτο είναι κάτι ταπεινό εφόσον δεν το ύμνησαν οι αρχαίοι-μας πρόγονοι· ξέρετε το όνομα κανενός αρχαίου εμπόρου;– ή χαίρονταν τα παριζιάνικα καπέλα, τις ιταλικές όπερες, τα πλούσια τραπέζια και τα καλά κρασιά, χωρίς όμως να τολμούν να το ομολογήσουν –ά-πα-πα–, βρήκαν στην Πάπισσα ένα κομμάτι του αληθινού εαυτού-τους και απελευθερώθηκαν. Ώστε μπορεί να γραφτούν και βιβλία για να γελάμε και να τα χαιρόμαστε! Καλή ώρα σαν την Πάπισσα του Ροΐδη και του Δημήτρη Χαντζόπουλου.